Chcete zostať na globálnej webovej stránke alebo prejsť na webovú stránku Spojených arabských emirátov?
0 Položky
Group Vaša taška je prázdna!
Načítava sa...
Krajina & mena
Jazyk English Türkçe Svenska Español Slovenčina Română Português (portugal) Polski Norsk Italiano Magyar Ελληνικά Deutsch Français Suomi Nederlands Dansk Čeština
Jazyk
alebo
Doprava zdarma pri objednávkach nad €35
Poplatok za doručenie vo výške €5
Nové produkty každý druhý týždeň
Preskúmajte všetky naše nové produkty!
O nás
Ozdobte stromček a vyzdobte sály, nakupujte v našej obľúbenej kolekcii vianočných ozdôb!
Získajte všetky zábavné veci
Tieto výrobky nikdy nevyjdú z módy.
Nakupujte naše obľúbené produkty pre dokonalé oslavy!
Posypte svoj domov sviatočnou vianočnou atmosférou v červenej, zelenej a bielej farbe
Do vianočnej pančuchy dajte sladkú pochúťku alebo dve
Pozrite sa nad oblohu a nájdite tie najkrajšie, najnápaditejšie darčeky pre deti
Preskúmajte naše centrum hobby súprav a DIY vianočné dekorácie
Príďte si po všetky oslnivé, super zábavné dekorácie na vianočnú párty roka
Začnite sa tešiť na všetko dobré, čo vás čaká
Žiadne Vianoce bez poriadnej párty. Pripravte si rekvizity a zabávajte sa
Urobme trochu hluku! Tieto výrobky sú tu dnes a možno už zajtra nebudú.
Zachyťte našu rozprávku tu!
Στη Σχολή των Πόνι στη Μαγική Χώρα Πάνω Από Τα Σύννεφα, όλα κυλούσαν ως συνήθως. Όλα κυλούσαν απολύτως κανονικά στη Σχολή των Πόνι. Ο Τόνι το Πόνι αναστέναξε καθώς βούρτσιζε τα δόντια του, χτένιζε τη χαίτη του και έπλενε τη μουσούδα του. Ακριβώς όπως είχε κάνει και χθες. Και προχθές. Και παραπροχθές.
Έξω στην πίστα, όλα τα πόνι έτρεχαν γύρω γύρω. Ακριβώς όπως έκαναν συνήθως. Έκαναν εξάσκηση στον καλπασμό, κάτι που ο Τόνι μισούσε, επειδή δεν ήταν πολύ καλός σ' αυτόν, άσε που τον έβρισκε και τρομερά βαρετό.
Ο Τόνι σκέφτηκε μεγαλόφωνα - όπως έκανε συχνά: "Πρέπει να υπάρχει κάτι πιο σπουδαίο στη ζωή από το να καλπάζεις με ρυθμό". Ο Τόνι σκόνταψε ξαφνικά πάνω στο πόνι μπροστά του, το οποίο είχε σταματήσει ξαφνικά.
"Τι είπες;", φώναξαν όλα τα άλλα πόνι με μια φωνή. Ο Λόνι, η Κόνι, ο Ρόνι και όλα τα άλλα πόνι. Ο Τόνι κοκκίνισε λίγο στο πρόσωπο, καθώς οι άλλοι δεν έπρεπε να ακούσουν τι σκεφτόταν, αλλά τώρα που τον είχαν όλοι ήδη ακούσει μπορούσε να μοιραστεί τη σκέψη του.
"Δεν νομίζετε ότι πρέπει να υπάρχει κάτι πιο σπουδαίο στη ζωή από το να καλπάζετε με ρυθμό όλη μέρα;"
"Ξυπνάμε, τρώμε, καλπάζουμε και κοιμόμαστε."
"Έτσι είναι η ζωή μας και έτσι ήταν πάντα", είπαν τα άλλα πόνι όλα μαζί.
"Τι γίνεται όμως αν θέλω να κάνω κάτι άλλο;", ρώτησε ο Τόνι.
"Ξυπνάμε, τρώμε, καλπάζουμε και κοιμόμαστε. Έτσι είναι η ζωή μας και έτσι ήταν πάντα", επανέλαβαν τα άλλα πόνι. Και άρχισαν να καλπάζουν ξανά. Αλλά ο Τόνι έμεινε πίσω.
Τα άλλα πόνι κατάλαβαν ότι ο Τόνι αρνιόταν να καλπάσει μαζί τους. Έτσι, σταμάτησαν.
"Γιατί δεν καλπάζεις μαζί μας;"
"Δεν θέλω. Θέλω να κάνω κάτι άλλο", αποκρίθηκε ο Τόνι.
Ο Τζόνι, το πιο γκρίζο πόνι και το καλύτερο στον καλπασμό, πλησίασε τον Τόνι.
"Και τι θα ήθελες δηλαδή να κάνεις;" ρώτησε τον Τόνι.
"Θέλω να βγω έξω και να δω τον κόσμο", είπε αυτός.
"Αυτό δεν είναι καθόλου καλή ιδέα!", τον απέτρεψε ο Τζόνι. "Μα γιατί;", ρώτησε ο Τόνι.
"Εδώ στη Σχολή των Πόνι, ξέρεις τι έχεις. Ο κόσμος εκεί έξω είναι μεγάλος, κακός και επικίνδυνος", είπε πεπεισμένος ο Τζόνι.
"Θα το διαπιστώσω αυτό μόνος μου", είπε ο Τόνι.
Όλοι έμειναν σιωπηλοί. Ο Τζόνι γέλασε χλιμιντρίζοντας.
"Καλά, καλά, είσαι πραγματικά γενναίος. Μήπως θέλεις και να πας να πολεμήσεις τον Ντράγκο τον δράκο;" τον περιγέλασε.
Τα άλλα πόνι γέλασαν δυνατά. Όλοι ήξεραν ότι ο Ντράγκο ήταν το πιο τρομακτικό πλάσμα σε ολόκληρο τον κόσμο και ότι κανένας - ούτε ένας! - δεν είχε το θάρρος να τον πολεμήσει.
Ο Τόνι πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:
"Ναι, αυτό ακριβώς πρόκειται να κάνω".
Έπειτα, ετοίμασε ένα σακίδιο και ξεκίνησε για την αποστολή του. Είχε σκοπό να πολεμήσει τον τρομακτικό δράκο.
Ο Τόνι έπρεπε να παραδεχτεί ότι μάλλον δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα να πάει να ψάξει για τον τρομακτικό δράκο. Αλλά οι υποσχέσεις πρέπει να τηρούνται. Ειδικά οι υποσχέσεις που δίνεις στον εαυτό σου. Έτσι, ο Τόνι πήγε να ανακαλύψει όλα όσα υπήρχαν να ανακαλύψει στη Μαγική Χώρα Πάνω Από Τα Σύννεφα.
Ο Τόνι πέρασε μέσα από ένα δάσος. Ήταν σκοτεινό και λίγο τρομακτικό. Μετά από λίγο, έφτασε σε μια γέφυρα που διέσχιζε έναν ποταμό. Ο Τόνι ήταν έτοιμος να περάσει τη γέφυρα, όταν ξαφνικά ένας νίντζα πετάχτηκε μπροστά του.
"Τι πας να κάνεις;", τον ρώτησε ο νίντζα.
"Ήθελα απλώς να περάσω τη γέφυρα", είπε ο Τόνι.
"Δεν πάει έτσι. Είμαι ο φύλακας της γέφυρας", είπε ο νίντζα με πολύ σοβαρό ύφος.
"Αυτό ακούγεται συναρπαστικό. Αλλά τι σημαίνει αυτό;" ρώτησε ο Τόνι.
"Σημαίνει ότι φυλάω τη γέφυρα. Και φροντίζω να μην τη διασχίζει ο καθένας", απάντησε ο νίντζα.
Ο Τόνι το σκέφτηκε για λίγο. Δεν πίστευε ότι ήταν ένας από τους "καθένας", αφού ήταν ο Τόνι το Πόνι που αναζητούσε περιπέτειες.
"Καταλαβαίνω αλλά δεν μπορώ να μην προχωρήσω. Θα μου επιτρέψεις όμως να περάσω τη γέφυρα;", ρώτησε.
Ο νίντζα έβγαλε έναν παράξενο ήχο από τη μύτη του, κάτι σαν φτέρνισμα, και είπε:
"Δεν ξέρεις πολλά για τους φύλακες των γεφυρών, σωστά;".
"Η αλήθεια είναι πως όχι", παραδέχτηκε ο Τόνι.
"Βασικά είναι η πρώτη φορά που βγαίνω έξω από τη Σχολή των Πόνι, οπότε μάλλον υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρω".
Ο νίντζα κούνησε το κεφάλι του.
"Καλά, πρέπει να απαντήσεις σε μια ερώτηση για να σε αφήσω να διασχίσεις τη γέφυρα. Και μάλιστα σε μια δύσκολη ερώτηση! Μια πραγματικά δύσκολη ερώτηση!"
"Ελπίζω να μπορέσω να απαντήσω στην ερώτηση", είπε ο Τόνι.
Ο Τόνι κοίταξε τον νίντζα και ο νίντζα κοίταξε τον Τόνι. Κανείς τους δεν είπε τίποτα για λίγο.
"Λοιπόν, ποια είναι η ερώτηση;"
"Περίμενε, πρέπει να σκεφτώ μία! Δεν περνάει πολύ συχνά κόσμος από εδώ, οπότε έχω σκουριάσει κάπως", είπε ο νίντζα.
Ο Τόνι κάθισε και περίμενε υπομονετικά.
Ξαφνικά, ο νίντζα πετάχτηκε πάνω.
"Εντάξει! Τη βρήκα. Είναι πραγματικά δύσκολη ερώτηση. Είσαι έτοιμος;"
Ο Τόνι έγνεψε καταφατικά.
"Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;"
"Ω, αυτή είναι δύσκολη ερώτηση", είπε ο Τόνι. "Εσένα ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα, νίντζα;"
"Το μαύρο, φυσικά!", απάντησε με σιγουριά ο νίντζα.
"Λοιπόν, εμένα νομίζω ότι μου αρέσει περισσότερο το ροζ. Ή ... όχι, περίμενε. Το πορτοκαλί! Όχι, όχι ... το πράσινο. Ναι, το αγαπημένο μου χρώμα είναι το πράσινο".
"Δεν μπορείς να αναφέρεις πολλά διαφορετικά χρώματα. Είμαι ο φύλακας της γέφυρας και απαιτώ μια ξεκάθαρη απάντηση".
"Το πράσινο", είπε αποφασιστικά ο Τόνι.
"Εντάξει, τότε. Τώρα μπορείς να περάσεις τη γέφυρα", είπε ο νίντζα. "Αλλά πού πηγαίνεις;"
"Πάω να βρω και να πολεμήσω τον Ντράγκο τον δράκο", απάντησε ο Τόνι.
Ο νίντζα χλώμιασε.
"Αυτό είναι πολύ κακή ιδέα. Ο Ντράγκο είναι απίστευτα άγριος και βγάζει φωτιές από το στόμα του! Ίσως καλύτερα να μείνεις εδώ μαζί μου. Θα μπορούσαμε να ρίχνουμε αστέρια νίντζα και να κάνουμε πολλά άλλα πράγματα που κάνουν οι νίντζα".
Ο Τόνι χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του.
"Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, νίντζα, αλλά έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα βρω τον Ντράγκο τον δράκο, και αυτό πρέπει να κάνω. Αλλά ίσως να συναντηθούμε ξανά αργότερα".
Ο Τόνι πείνασε πολύ μετά την κουβέντα του με τον νίντζα, τον φύλακα της γέφυρας, και την απάντηση που έδωσε στην ερώτησή του, έτσι αποφάσισε να φάει το φαγητό που είχε ετοιμάσει.
Βρήκε ένα μέρος στο δάσος, όπου υπήρχαν δύο μεγάλοι βράχοι πάνω στους οποίους μπορούσε να καθίσει και οι οποίοι ζεσταίνονταν από το φως του ήλιου που περνούσε ανάμεσα από τις κορυφές των δέντρων. Ο Τόνι άνοιξε το πακέτο του και ήταν έτοιμος να φάει την πρώτη μπουκιά από το σάντουιτς του, όταν άκουσε κάποιο θόρυβο πίσω από έναν θάμνο.
"Ψιτ!"
Ο Τόνι κοίταξε τον θάμνο.
"Ψιτ!" ακούστηκε ξανά.
Ήταν πραγματικά παράξενο. Ο Τόνι σηκώθηκε και κοίταξε πίσω από τον θάμνο. Εκεί βρισκόταν η είσοδος μιας σπηλιάς και στο βάθος της σπηλιάς ο Τόνι μπορούσε να διακρίνει δύο αστραφτερά μάτια.
"Ε... γεια σας;", είπε.
Ο Τόνι δεν είχε ξαναδεί ποτέ τόσο παράξενα μάτια, ούτε είχε μιλήσει ποτέ ξανά με κάποιον που κρυβόταν σε σπηλιά γι' αυτό δεν ήξερε τι άλλο να πει.
"Γεια σου", ψιθύρισε η φωνή μέσα από τη σπηλιά.
"Έχεις μαζί σου φαγητό;"
"Ναι, φυσικά. Έλα έξω στο φως του ήλιου και μπορούμε να μοιραστούμε το φαγητό μου", είπε ο Τόνι. Θα ήταν υπέροχο να έτρωγε με παρέα.
Τότε τα μάτια πλησίασαν τον Τόνι και μπορούσε πλέον να δει ένα χλωμό, αδύνατο βαμπίρ.
"Δεν γίνεται. Είμαι βαμπίρ", είπε το βαμπίρ.
"Αλήθεια;", είπε ο Τόνι.
"Ναι, και εμείς τα βαμπίρ δεν αντέχουμε το φως του ήλιου. Καθόλου. Γι' αυτό δεν μπορώ να βγω έξω να ψάξω για φαγητό την ημέρα, και με φοβίζει κάπως το σκοτάδι, επομένως δεν μου αρέσει να βγαίνω έξω ούτε τη νύχτα".
"Κακό αυτό. Θα πρέπει να είναι δύσκολα τα πράγματα για σένα. Αλλά αν κάτσεις εδώ στη σκιά κάτω από το δέντρο, μπορώ να κάτσω στον ήλιο δίπλα σου και να μοιραστούμε το φαγητό μου. "Έχω σάντουιτς, μανταρίνια και διάφορα άλλα τρόφιμα", είπε ο Τόνι.
Κάθισαν και έφαγαν για λίγο.
"Πάω να βρω και να πολεμήσω τον Ντράγκο τον δράκο. Μήπως ξέρεις προς τα πού πρέπει να κατευθυνθώ;", ρώτησε ο Τόνι.
Το βαμπίρ παραλίγο να πνιγεί τρώγοντας μια μπανάνα.
"Θέλεις να βρεις τον Ντράγκο; Ο Ντράγκο είναι απίστευτα άγριος, βγάζει φωτιές από το στόμα του και τρώει ανθρώπους και ζώα. Μείνε μακριά του!", τον συμβούλεψε το βαμπίρ.
"Ναι, αυτό μου το έχουν πει. Αλλά εξακολουθώ να θέλω να βρω τον Ντράγκο", είπε ο Τόνι.
"Καλά, τότε πρέπει να πας προς τα κει", είπε το βαμπίρ δείχνοντας πιο μέσα στο δάσος.
"Ευχαριστώ πολύ. Ελπίζω να τα ξαναπούμε", είπε ο Τόνι και σηκώθηκε, πήρε το σακίδιό του και περπάτησε πιο βαθιά μέσα στο δάσος.
Ο Τόνι δεν είχε φτάσει πολύ μακριά και ήδη είχε αρχίσει να εύχεται να είχε μείνει σπίτι, στην ασφάλεια της Σχολής των Πόνι. Σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο και η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο ζοφερή. Ξαφνικά, άκουσε βραχνά, κακαριστά γέλια. Ακριβώς μπροστά του...
Ο Τόνι ανατρίχιασε σε όλη του τη σπονδυλική στήλη όταν άκουσε τα βραχνά, κακαριστά γέλια μέσα από το σκοτεινό και ζοφερό δάσος. Και καθώς τα πόνι έχουν πολύ μακριά σπονδυλική στήλη, ένιωσε πραγματικά να παγώνει.
"Τι ήταν αυτό; Μήπως μπορώ ακόμα να γυρίσω πίσω;", σκέφτηκε ο Τόνι, αλλά προτού προλάβει να απαντήσει στην ερώτηση αυτή, εμφανίστηκε μπροστά του μια μάγισσα.
Η μάγισσα κακάρισε πάλι δυνατά και βραχνά.
"Δεν θα σε αφήσω να περάσεις από δω!", του είπε.
"Μα...", ο Τόνι προσπάθησε να μιλήσει, αλλά η μάγισσα τον διέκοψε προτού μπορέσει να συνεχίσει.
"Όχι προτού μου δώσεις όλα σου τα υπάρχοντα!", είπε η μάγισσα.
"Καλά, τότε, εντάξει", είπε ο Τόνι βγάζοντας το σακίδιό του.
"Μα τι... τι κάνεις;", είπε η μάγισσα.
"Σου δίνω όλα μου τα υπάρχοντα", αποκρίθηκε ο Τόνι.
"Δεν πάει έτσι. Πρέπει να διαμαρτυρηθείς και να αρνηθείς και τότε θα σε απειλήσω ότι θα σε μετατρέψω σε πέτρα ή σε τρόμπα ποδηλάτου ή σε κάτι ακόμα πιο τρομακτικό!"
"Ωχ...", αναφώνησε ο Τόνι.
"Συγγνώμη, είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι αυτό το δάσος και επίσης η πρώτη φορά που συναντώ μάγισσα. Γι' αυτό και δεν ξέρω πώς πρέπει να αντιδράσω. Αλλά αν πραγματικά χρειάζεσαι να πάρεις όλα μου τα υπάρχοντα, μπορείς να τα πάρεις. Δεν θέλω να μετατραπώ σε τρόμπα ποδηλάτου".
Έτσι, ο Τόνι άρχισε να βγάζει αντικείμενα από το σακίδιό του. Το κασκόλ του, το σημειωματάριό του, το σπαθί του και πολλά άλλα αντικείμενα.
"Ορίστε, πάρ' τα".
Ο Τόνι πρόσφερε τα πράγματά του στη μάγισσα, αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι της τσαντισμένη.
"Δεν τα θέλω καθόλου, αν αυτή είναι η στάση σου".
Ο Τόνι σκέφτηκε ότι η μάγισσα ήταν κάπως παράξενη. Αλλά μετά σήκωσε τους ώμους του και άρχισε πάλι να μαζεύει τα πράγματα στο σακίδιό του. Καθώς πάσχιζε να τα βάλει όλα μέσα, είπε:
"Θα μπορούσες μήπως να με βοηθήσεις; Πάω να βρω τον Ντράγκο τον δράκο για να τον πολεμήσω. Ελπίζω να ξέρεις ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσω, επειδή εγώ δεν ξέρω".
Η μάγισσα φάνηκε αρκετά ξαφνιασμένη και είπε:
"Ο Ντράγκο είναι ένα τρομακτικό πλάσμα που βγάζει φωτιές από το στόμα του, τρώει ανθρώπους και ζώα ΚΑΙ δεν του αρέσουν τα αναψυκτικά! Δεν είναι τρομακτικό;".
"Ναι, είναι πολύ τρομακτικό. Αλλά υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα τον βρω. Μπορείς, λοιπόν, να μου δείξεις τον δρόμο;", ρώτησε ο Τόνι.
Η μάγισσα γέλασε κακαριστά και πάλι.
"Ναι, μπορώ. Αλλά δεν θα το κάνω, επειδή δεν μου έδωσες όλα σου τα υπάρχοντα!" "Μα...", είπε ο Τόνι.
"Δεν έχει μα και ξεμά. Δεν μου έδωσες όλα σου τα υπάρχοντα, γι' αυτό δεν θα σου δείξω τον δρόμο".
Η μάγισσα γέλασε κακαριστά και πάλι, έκανε μεταβολή και συνέχισε τον δρόμο της.
Ο Τόνι αναστέναξε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε κάνει λάθος. Ετοιμαζόταν να στριμώξει τα πράγματά του μέσα στο σακίδιό του, για να μπορέσει να κλείσει το φερμουάρ, όταν παρατήρησε κάτι μέσα στο σακίδιο που δεν το είχε βάλει μέσα αυτός. Ήταν μια κλεψύδρα και ένα γράμμα. Ο Τόνι άνοιξε το γράμμα. Ήταν από τον Τζόνι, το πιο γκρίζο πόνι, ο οποίος ήταν ο καλύτερος στον καλπασμό στη Σχολή των Πόνι.
Το γράμμα έγραφε:
"Προς τον Τόνι. Έμαθα ότι θέλεις να βγεις έξω και να εξερευνήσεις τη Μαγική Χώρα Πάνω Από Τα Σύννεφα. Όμως, η θέση σου είναι ανάμεσα στα πόνι και μπορείς ακόμα να επιστρέψεις σε εμάς. Αν επιστρέψεις στη Σχολή των Πόνι πριν τελειώσει η κλεψύδρα, μπορείς να λάβεις μέρος στην Παρέλαση των Πόνι, κατά την οποία θα αποφοιτήσουμε όλοι μας ως πλήρως εκπαιδευμένα πόνι. Αν δεν τα καταφέρεις να επιστρέψεις πριν τελειώσει η κλεψύδρα, δεν θα μπορέσεις ποτέ ξανά να γίνεις μέλος της κοινότητας των πόνι".
Ο Τόνι δίπλωσε το γράμμα, κοίταξε την κλεψύδρα και αναστέναξε βαθιά.
Ο Τόνι περπατούσε και περπατούσε και περπατούσε, ενώ παράλληλα σκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει. Θα ήταν ευκολότερο να κάνει μεταβολή και να επιστρέψει στη Σχολή των Πόνι πριν από τη μεγάλη παρέλαση των Πόνι. Όμως, ο Τόνι ήθελε απεγνωσμένα να γνωρίσει περισσότερο τον κόσμο. Άλλωστε, είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι θα έβρισκε τον Ντράγκο τον δράκο. Επομένως, έπρεπε να το κάνει. Και ΕΠΕΙΤΑ θα επέστρεφε γρήγορα στη Σχολή των Πόνι για την Παρέλαση των Πόνι, ώστε να μη χάσει όλους τους φίλους του.
Ενώ ο Τόνι ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, βγήκε από το σκοτεινό δάσος και έφτασε σε μια παραλία. Ξαφνικά, ένας καουμπόι πετάχτηκε πίσω από έναν μεγάλο βράχο.
"Γεια χαρά, φιλαράκο!"
"Γεια χαρά", ανταπέδωσε ο Τόνι.
"Γιούχου, είμαι καουμπόι", είπε ο καουμπόι.
"Ναι, το κατάλαβα από το καουμπόικο καπέλο, τις καουμπόικες μπότες και το σήμα του σερίφη", είπε ο Τόνι.
"Σωστά, φιλαράκο".
"Μπορείς να με βοηθήσεις;", ρώτησε ο Τόνι.
"Πρέπει να βρω τον Ντράγκο τον δράκο και δεν ξέρω τον δρόμο. Ξέρεις πού μένει ο Ντράγκο;"
Ο Ντράγκο είναι απίστευτα άγριος, βγάζει φωτιές από το στόμα του, τρώει ανθρώπους και ζώα ΚΑΙ δεν του αρέσουν τα αναψυκτικά. Είναι πολύ διαβολικός!"
"Ναι, το έχω ακούσει, αλλά εξακολουθώ να θέλω να τον βρω. Ξέρεις πού μένει; Σε παρακαλώ, πες μου, καθώς πρέπει να βιαστώ".
"Αμέ, φυσικά και ξέρω πού μένει. Μπορώ όμως πρώτα να σου πω μια ιστορία; Λατρεύω τις ιστορίες!"
"Ειλικρινά, δεν έχω χρόνο...", άρχισε να λέει ο Τόνι, αλλά ο καουμπόι συνέχισε:
"Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά κάποτε διέσχισα όλη την Αμερική, επειδή είχα ερωτευτεί μια όμορφη χρυσοθήρα που είχε πάει στην Αλάσκα για να ψάξει για χρυσό. Έτσι, ήθελα κι εγώ να πάω στην Αλάσκα, αλλά το άλογό μου τραυματίστηκε μετά από μόλις δύο μέρες. Και τότε..."
Ο Τόνι προσπάθησε να τον διακόψει αρκετές φορές, αλλά ο καουμπόι μιλούσε και μιλούσε και μιλούσε. Δεν υπήρχε τρόπος να τον σταματήσει. Επιτέλους, η ιστορία τελείωσε. Ο Τόνι ήταν αρκετά ανυπόμονος και καθάρισε το λαιμό του:
"Τι ωραία ιστορία, αλλά μιλούσαμε για τον Ντράγκο τον δράκο..."
Ο καουμπόι διέκοψε τον Τόνι και πάλι.
"Ναι, φυσικά, θα σου πω. Θα ήθελες όμως πρώτα να δεις τα πράγματά μου; Κοίτα, έχω μια λαστιχένια μπάλα, ένα ψαλίδι, ένα γιογιό, έναν κουβά..."
Ο Τόνι προσπάθησε να σταματήσει τον καουμπόη, αλλά εκείνος συνέχισε να απαριθμεί όλα του τα πράγματα. Όταν τελικά σταμάτησε, ο Τόνι είπε γρήγορα:
"Βιάζομαι πραγματικά πολύ, γι' αυτό θα μου πεις, σε παρακαλώ, προς τα πού να πάω για να βρω τον Ντράγκο;".
"Ναι, βεβαίως, αλλά ας παίξουμε πρώτα ένα παιχνίδι. Έχω μαζί μου ντόμινο, γκρινιάρη, σκάκι, μια τράπουλα..."
Ο καουμπόι συνέχισε να μιλάει. Ο Τόνι αναγκάστηκε να τον διακόψει, φωνάζοντας δυνατά: "Πρέπει πραγματικά να συνεχίσω!".
Ο Τόνι κινήθηκε γρήγορα κατά μήκος της παραλίας. Δεν ήξερε πού βρισκόταν ή πού πήγαινε, αλλά, όπως και να 'χε, ήταν καθ' οδόν.
Μετά από λίγο, η παραλία έγινε έρημος. Μια μεγάλη, καυτή έρημος γεμάτη άμμο. Ο Τόνι σταμάτησε και κοίταξε γύρω του. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν άμμος. Και ακόμη περισσότερη άμμος. Μάλλον είχε χαθεί. Ξαφνικά, όμως, είδε κάτι στο βάθος. Τι ήταν αυτό εκεί πέρα στον ορίζοντα; Ένα... πειρατικό πλοίο;
Ο Τόνι κατευθύνθηκε προς το πειρατικό πλοίο. Ήταν δύσκολο να περπατήσει στην άμμο και οι οπλές του είχαν βαρύνει πολύ. Άλλωστε, περπατούσε όλη μέρα. Πλησίαζε προς το πλοίο όταν ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος και κάτι πολύ βαρύ έπεσε ακριβώς δίπλα του. Ήταν μια μπάλα κανονιού!
"Σταματήστε να ρίχνετε, θέλω απλώς να σας ρωτήσω κάτι", φώναξε ο Τόνι, ελπίζοντας ότι κάποιος θα τον άκουγε. Μια βραχνή φωνή του απάντησε.
"Ω, συγγνώμη, ήταν μια παλιά συνήθεια. Σε εμάς τους πειρατές αρέσει να πυροβολούμε τους ανθρώπους με κανόνια".
"Είσαι πειρατίνα;", ρώτησε με περιέργεια ο Τόνι, πλησιάζοντας πιο κοντά. Στο κατάστρωμα του πειρατικού πλοίου στεκόταν ένα κορίτσι με ένα μάτι καλυμμένο, ένα μεγάλο σπαθί, ένα σκουλαρίκι, ΔΥΟ ξύλινα πόδια και έναν παπαγάλο στον ώμο της.
"Αν είμαι πειρατίνα; Γιο χο χο. Και βέβαια είμαι! Είμαι η Τερέζα η Τρομερή, κυρίαρχος των επτά θαλασσών, δαίμονας του βυθού, πασίγνωστη και φοβερή από τον Βόρειο Πόλο μέχρι το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας!"
"Ουάου! Aυτό είναι καταπληκτικό", είπε ο Τόνι.
"Όμως, δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω γιατί το πειρατικό σου πλοίο βρίσκεται στην έρημο;"
Η Τερέζα η Τρομερή φάνηκε ξαφνικά κάπως πειραγμένη.
"Εσύ πες μου, γιατί βρίσκεσαι στην έρημο;"
Ο Τόνι απάντησε: "Βασικά επειδή έχω χαθεί. Ψάχνω τον Ντράγκο τον δράκο, αλλά δεν ξέρω προς τα πού να πάω".
Η Τερέζα η Τρομερή έδειχνε σοκαρισμένη. "Αυτό είναι πραγματικά ανόητη ιδέα. Ο Ντράγκο είναι απίστευτα άγριος, βγάζει φωτιές από το στόμα του και τρώει ανθρώπους και ζώα. Δεν του αρέσουν τα αναψυκτικά και είναι διαβολικός και τόσο δυνατός που μπορεί να σηκώσει ένα πειρατικό πλοίο στον αέρα και να το πετάξει σε μια έρημο!"
Ο Τόνι ξεροκατάπιε. Του φαινόταν ότι ο Ντράγκο ακουγόταν όλο και πιο τρομακτικός, όσο περισσότερο άκουγε για αυτόν.
Η Τερέζα έγνεψε καταφατικά με έμφαση και είπε: "Ναι, αυτό ακριβώς συνέβη. Ο Ντράγκο πέταξε το πλοίο μου εδώ και τώρα δεν μπορώ πια να λεηλατήσω τις επτά θάλασσες".
"Watashi wa kyandî ga hoshîdesu", έκραξε ξαφνικά ο παπαγάλος.
"Ουάου, ο παπαγάλος σου μιλάει;"
"Ναι", απάντησε περήφανα η Τερέζα.
"Και τι λέει;"
"Δεν ξέρω, μιλάει μόνο ιαπωνικά και δεν καταλαβαίνω".
"Ααα", αναφώνησε ο Τόνι, κάπως απογοητευμένος. "Ξέρεις όμως πού μένει ο Ντράγκο;"
"Ναι, πρέπει να πας προς τα κει", είπε η Τερέζα δείχνοντας τον δρόμο.
Ο Τόνι την ευχαρίστησε και άρχισε να περπατάει και πάλι. Κι ενώ σκεφτόταν ότι αυτή τη φορά ήταν απρόσμενα εύκολο να προσανατολιστεί, ο άνεμος άρχισε να φυσάει. Στην αρχή δυνατά, μετά πολύ δυνατά και έπειτα ξέσπασε ανεμοστρόβιλος και ο Τόνι σηκώθηκε στον αέρα και στροβιλιζόταν γύρω γύρω...
Ο Τόνι στροβιλιζόταν μέσα στον ανεμοστρόβιλο με τέτοια δύναμη και ταχύτητα που δεν είχε ξαναζήσει. Μαζί με τον Τόνι, στροβιλίζονταν κάλτσες, βιβλία, κομμάτια παζλ, ένα σεντούκι και χιλιάδες άλλα πράγματα. Ο Τόνι επικεντρώθηκε στο να μην τον χτυπήσει στο κεφάλι κάποιο ιπτάμενο αντικείμενο, αλλά προσπάθησε παράλληλα να εντοπίσει κάτι από το οποίο θα μπορούσε να κρατηθεί.
Ξαφνικά, ο άνεμος κόπασε και ο Τόνι άρπαξε μια λαστιχένια βάρκα καθώς περνούσε από μπροστά του. Ο Τόνι και η βάρκα έπεσαν σε ένα ποτάμι, με έναν μεγάλο παφλασμό.
"Πω πω, αυτό θα μπορούσε να έχει άσχημη κατάληξη", σκέφτηκε ο Τόνι, μόλις παρατήρησε ότι η βάρκα έπλεε με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Ευθεία μπροστά του, διέκρινε έναν ορμητικό καταρράκτη. Ο Τόνι προσπαθούσε απεγνωσμένα να χρησιμοποιήσει τις οπλές του για να κωπηλατήσει προς την όχθη, αλλά όσο δυνατά κι αν κωπηλατούσε, η βάρκα πλησίαζε όλο και περισσότερο στον καταρράκτη. Ο Τόνι έκλεισε τα μάτια του και έπειτα λιποθύμησε.
Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια του, ο Τόνι και η βάρκα είχαν καταλήξει στην όχθη. Ο Τόνι ήταν μούσκεμα, από τη μουσούδα μέχρι την ουρά, και τα πράγματά του ήταν σκορπισμένα στο χώμα. Αλλά ΕΙΧΕ ακόμα την κλεψύδρα του και, το πιο σημαντικό απ' όλα, ήταν ζωντανός.
"Γιατί είσαι ξαπλωμένος εκεί;", ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή. Πίσω από τον Τόνι στεκόταν ένας άντρας με τεράστια μπράτσα και ακόμα μεγαλύτερο μουστάκι, με σχοινιά και εξοπλισμό αναρρίχησης να αιωρούνται ολόγυρα.
"Άσε, είναι μεγάλη ιστορία, αλλά βασικά θέλω να πάω στο κάστρο του Ντράγκο. Ξέρεις πού είναι;"
Ο μεγαλόσωμος άντρας κούνησε το κεφάλι του, λέγοντας:
"Αυτό είναι πολύ κακή ιδέα. Ο Ντράγκο είναι απίστευτα άγριος, βγάζει φωτιές από το στόμα του και τρώει ανθρώπους και ζώα. Δεν του αρέσουν τα αναψυκτικά και είναι διαβολικός και τόσο δυνατός που μπορεί να σηκώσει ένα πειρατικό πλοίο στον αέρα και να το πετάξει σε μια έρημο! Επιπλέον, έχει δύσοσμη αναπνοή".
Ο Τόνι τον διέκοψε ανυπόμονα:
"Ναι, τα έχω ακούσει όλα αυτά... και μάλιστα πολλές φορές. Ξέρεις όμως πού μένει ο Ντράγκο;".
"Μπορώ να σου δείξω. Πρέπει μόνο να φτάσουμε στην κορυφή αυτού του βουνού και θα σου το δείξω. Αλλά θα πρέπει να παραβγείς μαζί μου σκαρφαλώνοντας στην κορυφή! 1-2-3 πάμε!"
Ο Τόνι κοίταξε το βουνό και έκανε νεύμα προς κάτι σκαλοπάτια.
"Δεν μπορούμε απλά να ανέβουμε τα σκαλοπάτια;"
Δεν υπήρξε απάντηση, καθώς ο άντρας είχε ήδη αρχίσει να σκαρφαλώνει στο βουνό. Ο Τόνι σήκωσε τους ώμους του και ανέβηκε τα σκαλοπάτια. Στη διαδρομή βρήκε μια μηλιά και έκοψε ένα ωραίο κόκκινο μήλο. Πήρε επίσης έναν μικρό υπνάκο και συνομίλησε με ένα πουλί πριν φτάσει στην κορυφή.
Ο Τόνι περίμενε απολαμβάνοντας τον ήλιο για τουλάχιστον μισή ώρα ώσπου ο άντρας έφτασε στην κορυφή, ιδρωμένος και λαχανιασμένος. "Πώς στο καλό έφτασες εδώ πάνω πριν από μένα;"
είπε ο άντρας εμφανώς τσαντισμένος.
Ο Τόνι ήθελε να του εξηγήσει ότι απλώς είχε ανέβει τα σκαλοπάτια, πράγμα πολύ πιο εύκολο από όλο αυτό το σκαρφάλωμα, αλλά ο άντρας τον διέκοψε, λέγοντάς του:
"Θα ξανακατέβουμε και θα δούμε ποιος θα φτάσει πρώτος!".
Ο Τόνι το σκέφτηκε γρήγορα και είπε:
"Εντάξει, αλλά δείξε μου πρώτα πού βρίσκεται το κάστρο του Ντράγκο".
"Σύμφωνοι. Εκεί είναι!" είπε ο άντρας, δείχνοντας γρήγορα το σημείο, και άρχισε να κατεβαίνει ξανά με μεγάλη ταχύτητα. Ο Τόνι κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να καλπάζει προς την κατεύθυνση που είχε δείξει ο άντρας. Προς το μεγάλο, σκοτεινό κάστρο...
Ο Τόνι είχε πολύ καλή διάθεση καθώς προχωρούσε προς το κάστρο. Πράγματι έδειχνε πολύ τρομακτικό... και φλόγες έμοιαζαν να ξεπηδούν από την οροφή κάθε τόσο. Αλλά τουλάχιστον ο Τόνι βρισκόταν στον σωστό δρόμο και πλησίαζε επιτέλους στο τέλος του ταξιδιού του. Είχε γνωρίσει πολλούς συναρπαστικούς ανθρώπους, αλλά τώρα ήταν καιρός να φτάσει στον προορισμό του.
Βυθισμένος σε αυτές τις σκέψεις, παραλίγο να πέσει πάνω σε δύο μακριά πόδια. Έξω από μια σκηνή καθόταν ένας μάγος με ένα ωραίο μυτερό καπέλο και πάνω στα πόδια του παραλίγο να σκοντάψει ο Τόνι.
"Γεια", μουρμούρισε ο μάγος με αδύναμη φωνή. Και έπειτα αναστέναξε.
"Γεια χαρά", είπε ζωηρά ο Τόνι και ετοιμαζόταν να συνεχίσει τον δρόμο του, καθώς βιαζόταν πολύ. Αλλά ο μάγος έδειχνε τόσο λυπημένος και ο Τόνι κοντοστάθηκε.
"Συμβαίνει κάτι;", ρώτησε τον μάγο.
"Όχι, όχι, συνέχισε τον δρόμο σου", απάντησε αναστενάζοντας ο μάγος.
"Μα βλέπω ότι κάτι σου συμβαίνει. Πες μου, τι έχεις;", ρώτησε ξανά ο Τόνι.
"Τίποτα, απλώς... είναι δύσκολο να το εξηγήσω", είπε ο μάγος με ακόμη πιο αδύναμη φωνή.
Ο Τόνι έριξε μια ματιά στην κλεψύδρα του. Βασικά δεν είχε χρόνο για τέτοια, αλλά λυπήθηκε που ο μάγος ήταν τόσο θλιμμένος.
"Γιατί δεν προσπαθείς να μου εξηγήσεις;", παρότρυνε τον μάγο.
Ο μάγος αναστέναξε ξανά. Τόσο βαθιά που η σκηνή του φτερούγισε.
"Είμαι μάγος, ξέρεις", είπε.
Ο Τόνι έγνεψε καταφατικά. Αυτό το έβλεπε.
"Επομένως, μπορώ να κάνω να εμφανιστεί οτιδήποτε. Οτιδήποτε υπάρχει στον κόσμο αυτόν".
"Αυτό ακούγεται υπέροχο!", είπε ο Τόνι.
"Ναι, αυτό θα έλεγε κανείς", είπε ο μάγος και εξήγησε:
"Αλλά... όταν μπορείς να κάνεις να εμφανιστεί οτιδήποτε υπάρχει στον κόσμο, δεν σου λείπει ποτέ τίποτα. Γι' αυτό δεν έχω ιδέα τι θα ήθελα για τα γενέθλιά μου. Όταν μπορείς να έχεις τα πάντα σε ολόκληρο τον κόσμο, μπορείς τελικά να βαρεθείς".
Ο Τόνι το σκέφτηκε για λίγο.
"Ίσως χρειάζεσαι απλώς ένα χόμπι;", πρότεινε στον μάγο.
Ο μάγος αναθάρρησε λίγο και είπε: "Ένα χόμπι; Ναι... αυτό είναι πολύ καλή ιδέα".
Ο Τόνι χτύπησε τις οπλές του, κάτι που είναι πολύ πιο δύσκολο από το να χτυπάς τα δάχτυλά σου. Είχε μια ακόμα καλύτερη ιδέα. Βασικά, θα ήταν υπέροχο να είχε λίγη παρέα στο ταξίδι του και σίγουρα θα ήταν χρήσιμο να είχε έναν μάγο ως συνταξιδιώτη, αν ο Ντράγκο αποδεικνυόταν τόσο άγριος όσο όλοι έλεγαν.
"Ίσως το χόμπι σου θα μπορούσε να είναι οι περιπέτειες. Θα μπορούσες, λοιπόν, να έρθεις μαζί μου σε μία από αυτές", είπε ο Τόνι.
"Αυτό είναι ΚΑΤΑΠΛΗΤΙΚΗ ιδέα, νεαρέ μου φίλε. Πάμε λοιπόν", είπε ο μάγος και πήδηξε πάνω.
"Δεν θέλεις να ακούσεις ποια θα είναι η περιπέτεια;", ρώτησε ο Τόνι.
"Όχι, αυτό μπορείς να μου το πεις στη διαδρομή. Ας ξεκινήσουμε", απάντησε ο μάγος.
Έτσι, ο Τόνι και ο μάγος ξεκίνησαν για μια περιπέτεια. Μετά από 24 ακριβώς βήματα, ο μάγος σταμάτησε.
"Τι συμβαίνει;", ρώτησε ο Τόνι.
Ο μάγος κάθισε σε έναν βράχο και είπε:
"Αχ, νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο για μένα να περπατάω τόσο πολύ. Ίσως τελικά να μη θέλω πια να έρθω μαζί σου σε αυτή την περιπέτεια. Άλλωστε, είμαι πολύ κουρασμένος".
Ο Τόνι ήταν έτοιμος να πει κάτι, αλλά τον διέκοψε ένα βαθύ ροχαλητό. Ο μάγος είχε αποκοιμηθεί. Ο Τόνι αναστέναξε και σκέπασε τον μάγο με την κάπα του. Ο Τόνι ήταν και πάλι μόνος του.
Αλλά όχι για πολύ. Ξαφνικά, άκουσε οπλές να βροντούν πίσω του. Και μια φωνή που φώναζε: "Σταμάτα! Αλλιώς θα δεχθείς ανεπανόρθωτες συνέπειες!".
Ο Τόνι κοίταξε τρομαγμένος πίσω του.
"Σταμάτα!", ακούστηκε πάλι η φωνή.
Ο Τόνι δεν ήξερε τι να κάνει. Από τη μία πλευρά, ήταν λογικό να σταματήσει όταν κάποιος φώναζε "σταμάτα!", αλλά, από την άλλη πλευρά, η φωνή αυτή ήταν πολύ παράξενη. Το μυστήριο λύθηκε από μόνο του, όταν, καθώς ο Τόνι κάλπαζε προς το κάστρο του Ντράγκο, τον προσπέρασε ένα τεράστιο άλογο που το καβαλούσε ένας πραγματικός ιππότης. Το μεγάλο άλογο σταμάτησε ακριβώς μπροστά στον Τόνι, το μέτωπο του οποίου προσέκρουσε στομάχι του αλόγου.
"Συγγνώμη", είπε ο Τόνι, αν και δεν ήταν αυτός που είχε σταματήσει στη μέση του δρόμου. Το μεγάλο άλογο αγριοκοίταξε τον Τόνι. Από την άλλη πλευρά, ο αναβάτης του αλόγου χαμογέλασε πλατιά, αλλά έπειτα έβγαλε με κάπως βίαιο τρόπο το σπαθί του, το έστρεψε προς τον Τόνι και είπε:
"Ετοιμάσου να πεθάνεις!".
"Εεε... τι;", είπε ο Τόνι φοβισμένος.
"Είσαι δράκος και είμαι ιππότης, και οι ιππότες πολεμούν δράκους και τους σκοτώνουν!", είπε περήφανα ο ιππότης.
"Μα... περίμενε ένα λεπτό",
είπε ο Τόνι και σκέφτηκε ότι τα πράγματα προχωρούσαν πολύ γρήγορα.
"Δεν είμαι δράκος, είμαι πόνι", είπε ο Τόνι.
"Είσαι σίγουρα δράκος!", φώναξε αγριεμένα ο ιππότης.
"Μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι δεν είμαι. Πρώτα απ' όλα, οι δράκοι είναι πράσινοι και, όπως βλέπεις, εγώ είμαι μπλε", εξήγησε ο Τόνι.
Ο ιππότης μισόκλεισε τα μάτια του και είπε:
"Χμμ... θα έλεγα ότι είσαι μάλλον γαλαζοπράσινος".
Ο ιππότης έδειξε με το σπαθί του, λέγοντας:
"ΚΑΙ έχεις φτερά. Άρα είσαι δράκος".
"Δεν είμαι, το ορκίζομαι", είπε ο Τόνι απελπισμένα.
"Τα φτερά μου είναι μικροσκοπικά και δεν μπορώ καν να πετάξω, αλλά οι δράκοι μπορούν. Και ούτε μπορώ να βγάλω φωτιές από το στόμα μου!",
είπε ο Τόνι και άρχισε να φυσάει και να ξαναφυσάει για να δείξει πως καμιά φλόγα δεν έβγαινε από το στόμα του.
"Είσαι σίγουρα δράκος και πρέπει να σε σκοτώσω. Αυτοί είναι οι κανόνες", είπε ο ιππότης σηκώνοντας το σπαθί του.
Χωρίς να το σκεφτεί, ο Τόνι άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσαν τα κοντόχοντρα πόδια του. Αλλά, όσο γρήγορα κι αν έτρεχε ο Τόνι, δεν μπορούσε να συγκριθεί με το μεγάλο άλογο του ιππότη, το οποίο έτρεχε ακριβώς πίσω του. Ο Τόνι έτρεξε ανάμεσα σε κάτι θάμνους, μέσα από τους οποίους ήλπιζε ότι το μεγάλο άλογο δεν θα μπορούσε να περάσει, αλλά κι όμως μπόρεσε. Ο Τόνι έκανε ζιγκ-ζαγκ για να μπερδέψει τον ιππότη και το άλογο. Αλλά ούτε αυτό έπιασε. Ξαφνικά, ο Τόνι βρέθηκε σε μια πεδιάδα και δεν είχε πουθενά να κρυφτεί. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά το άλογο ήταν ακριβώς πίσω του. Και τότε ο Τόνι έπεσε. Δεν σκέφτηκε καν αν πονούσε, απλώς έκλεισε τα μάτια του και σκέφτηκε: "Αυτό ήταν. Έφτασε η ώρα μου".
"Συγγνώμη, αλλά τι στο καλό συμβαίνει εδώ;", ακούστηκε μια φωνή.
Ο Τόνι άνοιξε αργά τα μάτια του. Η φωνή δεν προερχόταν από τον ιππότη με το μεγάλο σπαθί που ήθελε να σκοτώσει τον Τόνι, επειδή νόμιζε ότι ο Τόνι ήταν δράκος. Ήταν μια γυναικεία φωνή.
Ο Τόνι κοίταξε ψηλά. Στην κορυφή ενός ψηλού πύργου στεκόταν μια πολύ όμορφη πριγκίπισσα, με τα χέρια στη μέση και τα φρύδια συνοφρυωμένα.
"Ναι, κύριε, σε σένα μιλάω. Τι κάνεις εκεί;",
είπε η πριγκίπισσα και έδειξε τον ιππότη, ο οποίος είχε κατέβει από το άλογό του. Εκείνος έστρεψε το σπαθί του προς τον Τόνι.
"Καλημέρα, όμορφη πριγκίπισσα, σκοπεύω απλώς να σκοτώσω έναν απίστευτα άγριο δράκο", απάντησε ο ιππότης.
Ο Τόνι ήταν έτοιμος να πει κάτι, αλλά ο ιππότης είχε ήδη σηκώσει το σπαθί του, έτσι ο Τόνι σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει. Γύρω γύρω από τον πύργο της πριγκίπισσας, με τον ιππότη να τον κυνηγάει. Τα πόδια του Τόνι άρχισαν να κουράζονται, αλλά ο ιππότης συνέχισε να τρέχει πίσω του. Ώσπου κάποια στιγμή ακούστηκε ένας δυνατός κρότος και ο ιππότης είπε ξαφνικά "Ωχ!" και έτριψε το πάνω μέρος του κράνους του.
"Τι ήταν αυτό;", φώναξε στην πριγκίπισσα.
"Ήταν ένα πορτοκάλι που σου πέταξα στο κεφάλι. Προφανώς δεν ακούς, επομένως πρέπει να χρησιμοποιήσω άλλους τρόπους για να σου τραβήξω την προσοχή",
είπε η πριγκίπισσα και έδειξε τον Τόνι.
"Είναι πόνι και όχι δράκος" συνέχισε.
Ο ιππότης χαμογέλασε, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και είπε:
"Λυπάμαι που διορθώνω μια πραγματική πριγκίπισσα, αλλά κάνεις λάθος. Προφανώς και είναι δράκος". "Δεν είναι", είπε η πριγκίπισσα.
"Είναι", επέμεινε ο ιππότης.
"Κι όμως, δεν είναι", συνέχισε η πριγκίπισσα.
Κάπως έτσι συνεχιζόταν και ο Τόνι αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει χωρίς να τον δουν, αλλά το μεγάλο, αγριεμένο άλογο του ιππότη τού έκλεισε τον δρόμο.
Τότε η πριγκίπισσα είχε μια ιδέα.
"Ιππότη; Γνωρίζεις ποια είναι η πιο σημαντική αποστολή ενός ιππότη; Πιο σημαντική ακόμα και από το κυνήγι δράκων;"
"Εεε... όχι... δεν ξέρω", μουρμούρισε ο ιππότης.
"Τότε θα πρέπει να ξέρεις ότι οι πραγματικοί ιππότες φλερτάρουν με πριγκίπισσες", είπε η πριγκίπισσα.
"Χμ... ναι... φλερτάρουν... τι είναι αυτό;", ρώτησε ο ιππότης.
Η πριγκίπισσα είπε αναστενάζοντας:
"Προφανώς, δεν είσαι και ο πιο έξυπνος ιππότης στο βασίλειο. Φλερτ σημαίνει ότι πρέπει να με κάνεις να σε ερωτευτώ. Για παράδειγμα, τραγουδώντας μου ένα υπέροχο τραγούδι".
"Ω, κατάλαβα. Εντάξει, το έχω αυτό!", είπε ο ιππότης και άρχισε να σιγοτραγουδάει και να σιγοτραγουδάει για να ζεστάνει τη φωνή του.
Η πριγκίπισσα έκλεισε το μάτι στον Τόνι και είπε:
"Καλύτερα να πηγαίνεις τώρα. Πού πηγαίνεις, τέλος πάντων;"
"Σ' ευχαριστώ, πριγκίπισσα. Μπορεί να ακούγεται ανόητο, αλλά για την ακρίβεια πηγαίνω στο κάστρο του Ντράγκο", είπε ο Τόνι.
Η πριγκίπισσα είπε εμφανώς σοκαρισμένη:
"Θέλεις να βρεις τον Ντράγκο; Ο Ντράγκο είναι απίστευτα άγριος, βγάζει φωτιές από το στόμα του....".
Ο Τόνι σήκωσε μια οπλή στον αέρα και είπε:
Συγγνώμη, θα σε διακόψω σε αυτό το σημείο. Ξέρω ότι ο Ντράγκο είναι άγριος και όλα τα σχετικά. Αλλά υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα τον βρω. Αντίο, όμορφη πριγκίπισσα. Και σε ευχαριστώ!".
Ο Τόνι απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορούσε.
"Τι υπέροχη πριγκίπισσα", σκέφτηκε καθώς περπατούσε. Σκέφτηκε όλους τους αστείους, τους ευγενικούς και τους παράξενους ανθρώπους που είχε συναντήσει κατά τη διάρκεια της περιπέτειάς του. Τον νίντζα που φύλαγε τη γέφυρα, το βαμπίρ που απέφευγε το φως ΚΑΙ φοβόταν το σκοτάδι, την άσχημη μάγισσα, τον φλύαρο καουμπόη, την Τερέζα την πειρατίνα και τον ορειβάτη που θεωρούσε τα πάντα διαγωνισμό.
Ήταν ένα συναρπαστικό ταξίδι και είχε βιώσει πολύ περισσότερα από όσα είχε βιώσει ποτέ άλλοτε στη ζωή του.
Αλλά τώρα είχε μπροστά του μια σοβαρή αποστολή. Ο Τόνι δεν απείχε πολύ από το κάστρο του Ντράγκο του δράκου. Ήταν μεγάλο και σκοτεινό, και φλόγες έμοιαζαν να βγαίνουν από την οροφή του κάθε τόσο.
Ο Τόνι σταμάτησε. Ήταν μακριά από το σπίτι του. Μήπως θα έπρεπε να γυρίσει πίσω; Να επιστρέψει στη Σχολή των Πόνι και να καλπάζει μαζί με όλα τα άλλα πόνι για το υπόλοιπο της ζωής του; Ο Τόνι το σκέφτηκε πολύ. Όχι, όχι, δεν θα το έκανε αυτό. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι θα έβγαινε στον κόσμο και θα έβρισκε τον Ντράγκο τον δράκο και θα τον πολεμούσε. Αυτό θα έκανε λοιπόν. Όλοι έλεγαν ότι ο δράκος ήταν πολύ άγριος, άρα ουσιαστικά θα έσωζε τον κόσμο. Εξάλλου, ο Ντράγκο ήταν απίστευτα άγριος, έβγαζε φωτιές από το στόμα του, έτρωγε ανθρώπους και ζώα, δεν του άρεσαν τα αναψυκτικά και ήταν διαβολικός και τόσο δυνατός που μπορούσε να σηκώσει ένα πειρατικό πλοίο στον αέρα και να το πετάξει σε μια έρημο! Άσε που είχε δύσοσμη αναπνοή. Πιθανότατα θα εφαρμόζει και βρώμικα κόλπα όταν πολεμάει, σκέφτηκε ο Τόνι.
Ο Τόνι συνέχισε να προχωράει, αλλά αρκετά πιο αργά. Ένιωσε σαν τα πόδια του να προτιμούσαν να μείνουν εκεί που ήταν. Ο Τόνι κοίταξε τις οπλές του και είπε:
"Ελάτε, φιλαράκια μου, όλα θα πάνε καλά".
Περπατούσε και περπατούσε και τελικά έφτασε στην πύλη του κάστρου του Ντράγκο. Η πύλη ήταν πραγματικά μεγάλη και τρομακτική και ο Τόνι δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να μάθει τι υπήρχε στην άλλη πλευρά. Παρ' όλα αυτά, χτύπησε το κουδούνι. Ενώ το πάτησε αρκετά απαλά, ακούστηκε σαν χίλια μεγάλα κουδούνια να χτυπούν μαζί.
Έπειτα άκουσε βαριά βήματα. Κατόπιν ακούστηκε κάποιος να σκαλίζει την κλειδαριά. Και ύστερα η πόρτα άρχισε να τρίζει και να ανοίγει σιγά σιγά...
Ο Τόνι κράτησε την αναπνοή του. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μπροστά του ο Ντράγκο ο δράκος με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του.
"Γεια σου, ποιος είσαι; Θα ήθελες να περάσεις μέσα; Πεινάς; Μπορώ να σου φτιάξω ποπ κορν", είπε ο Ντράγκο.
Ο Τόνι σταμάτησε να κρατάει την αναπνοή του και άρχισε να ανοιγοκλείνει το στόμα του, λέγοντας:
"Ω... ευχαριστώ... ναι, θα ήθελα να περάσω μέσα. Και πράγματι πεινάω πολύ". "Ωραία, τότε έλα μέσα. Νομίζω ότι έχω λίγα αναψυκτικά στο ψυγείο. Διψάς;", είπε ο Ντράγκο.
"Ναι, παρακαλώ", είπε ο Τόνι.
Ο Ντράγκο έδειξε με καμάρι στον Τόνι το κάστρο του και φάνηκε να είναι πολύ ωραίος τύπος. Ο Τόνι σκέφτηκε ότι αυτό ήταν παράξενο. Βρίσκοντας κουράγιο, τον ρώτησε:
"Έι, Ντράγκο;". "Παρακαλώ", αποκρίθηκε εκείνος.
"Βασικά, νόμιζα ότι ήσουν... άγριος. Και ότι δεν σου αρέσουν τα αναψυκτικά".
Ο Ντράγκο γέλασε και είπε:
"Ναι, αυτό νομίζουν πολλοί άνθρωποι. Λένε άσχημα πράγματα όταν φοβούνται κάτι. Απεναντίας, εγώ πιστεύω ότι είμαι αρκετά συμπαθής, αλλά όταν συναντώ κάποιον, το βάζει στα πόδια, οπότε δεν προλαβαίνω ποτέ να του πω ότι δεν είμαι καθόλου άγριος. Ούτε έρχεται ποτέ κανείς να με επισκεφτεί. Στην πραγματικότητα είσαι ο πρώτος επισκέπτης που είχα ποτέ".
"Μεγάλο κρίμα", είπε σοβαρά ο Τόνι.
Ο Ντράγκο σήκωσε τους ώμους και είπε:
"Έτσι είναι τα πράγματα. Υπάρχουν όμως και πολλά ωραία πράγματα όταν είσαι δράκος. Για παράδειγμα, ξέρω μερικά μαγικά κόλπα! Η μαγεία του δράκου είναι αριστοτεχνική. Θέλεις να σου κάνω μια επίδειξη;"
Βεβαίως και ήθελε ο Τόνι.
"Τι θα ήθελες να κάνω να εμφανιστεί; Εσύ αποφασίζεις!", είπε ο Ντράγκο.
Ο Τόνι σκέφτηκε για λίγο.
"Ένα παγωτό", πρότεινε. Θα ήταν φοβερό να έβλεπε ένα παγωτό να εμφανίζεται διά μαγείας μπροστά του, εξάλλου λάτρευε το παγωτό.
"Υπέροχη ιδέα, κι εγώ λατρεύω το παγωτό! Είσαι έτοιμος;"
Ο Τόνι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
"3-2-1, πάμε!", είπε ο Ντράγκο, κουνώντας το μαγικό του ραβδί.
Ένα μικρό σύννεφο καπνού σηκώθηκε και στη μέση του δαπέδου εμφανίστηκε... ένα ποδήλατο.
"Να πάρει. Περίμενε, θα ξαναπροσπαθήσω. 3-2-1, πάμε!"
Ο Ντράγκο κούνησε ξανά το μαγικό του ραβδί. Και εμφανίστηκε ένα ψηλό καπέλο.
"Νομίζω ότι έχω χάσει τη φόρμα μου, αλλά σίγουρα μπορώ να το κάνω. Μια στιγμή. 3-2-1, πάμε!"
Και τότε εμφανίστηκε μια λάμπα. Και ένα σωρό άλλα πράγματα. Τελικά, ο Ντράγκο δεν κατάφερε να κάνει να εμφανιστεί ένα παγωτό, αλλά δεν πείραζε, καθώς ήταν εξίσου συναρπαστικό για τον Τόνι να βλέπει όλα αυτά τα μαγικά κόλπα. Ο Ντράγκο και ο Τόνι έφαγαν ποπ κορν, ήπιαν αναψυκτικά και πέρασαν πολύ όμορφα. Μέχρι που ο Τόνι έτυχε να κοιτάξει την κλεψύδρα στο σακίδιό του. Η άμμος κυλούσε αδιάκοπα προς τα κάτω και δεν είχε μείνει πολύς χρόνος. Είχε μια ιδέα!
"Ντράγκο; Είμαστε φίλοι, έτσι δεν είναι;"
Ο Ντράγκο ρεύτηκε λίγο, με αποτέλεσμα να βγει μια μικρή φλόγα από το στόμα του και ο Τόνι παραλίγο να χάσει τη χαίτη του.
"Ω, συγγνώμη, είναι λίγο δύσκολο να ελέγξω τις φλόγες. Τέλος πάντων. Δεν γνωριζόμαστε πολύ καιρό, αλλά ναι, είμαστε σίγουρα φίλοι".
"Μπορείς να με βοηθήσεις σε κάτι;", ρώτησε ο Τόνι.
"Φυσικά!", απάντησε ο Ντράγκο.
"Τέλεια. Ευχαριστώ, Ντράγκο. Ετοίμασε μια βαλίτσα γιατί πρέπει να φύγουμε αμέσως!"
Ο Ντράγκο και ο Τόνι άρχισαν να περπατούν.
"Γιατί πρέπει να πάμε στη Σχολή των Πόνι, Τόνι;", ρώτησε ο Ντράγκο.
"Θέλω να πω στα άλλα πόνι πόσο υπέροχος και μαγικός είναι ο κόσμος, καθώς το μόνο που θέλουν να κάνουν είναι να καλπάζουν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Μπορείς να φανταστείς να ήταν αυτό το μόνο που έπρεπε να κάνεις για όλη σου τη ζωή;", είπε ο Τόνι.
"Όχι, αυτό θα ήταν φρικτά βαρετό", συμφώνησε ο Ντράγκο.
"Ακριβώς, Ντράγκο. Γι' αυτό πρέπει να τους σταματήσουμε από το να καλπάζουν για πάντα! Έχω μια ιδέα: Μήπως μπορώ να καθίσω στην πλάτη σου, ώστε να πετάξεις και να φτάσουμε ως εκεί;"
Ο Ντράγκο σταμάτησε και είπε με σοβαρό ύφος:
"Όχι, ΑΥΤΟ είναι κακή ιδέα. Οι δράκοι ΠΟΤΕ δεν πετούν με κάποιον στην πλάτη τους. Υπάρχει κανόνας που λέει ότι δεν πρέπει να το κάνουμε ποτέ αυτό".
Ο Τόνι στάθηκε για λίγο και είπε:
"Καλά, τότε έχω ένα άλλο σχέδιο: Θα πάρουμε το ίδιο μονοπάτι που πήρα προηγουμένως. Εννοώ την αντίθετη κατεύθυνση από τη διαδρομή που ακολούθησα για να φτάσω στο κάστρο σου".
Ο Ντράγκο σφύριξε. Συνήθιζε να το κάνει αυτό όταν κάποιος έλεγε κάτι έξυπνο, πράγμα που έκανε συχνά ο Τόνι. Στο μεταξύ, ο Τόνι έψαχνε στο σακίδιό του. Βρήκε κάτι γυαλιά και ένα ψεύτικο μουστάκι και τα έδωσε στον Ντράγκο να τα φορέσει.
"Τι είναι αυτά;", ρώτησε ο Ντράγκο.
"Πρέπει να περάσουμε από έναν ιππότη που λατρεύει να σκοτώνει δράκους, γι' αυτό χρειάζεται να μεταμφιεστείς", εξήγησε ο Τόνι.
"Έναν ιππότη!", φώναξε ο Ντράγκο τόσο δυνατά που έβγαλε φλόγες από το στόμα του και έκαψε την κορυφή ενός έλατου.
"Ας προσπαθήσει! Οι δράκοι δεν φοβούνται τίποτα και κανέναν... με εξαίρεση τα φίδια, ίσως. Αλλά όχι τους ιππότες!", είπε ο Ντράγκο.
Ο Τόνι χτύπησε τον Ντράγκο στον ώμο και είπε:
"Φυσικά και δεν φοβάσαι τίποτα, αλλά δεν έχουμε χρόνο να σπαταλήσουμε για μάχες με ιππότες. Πρέπει να γυρίσουμε στη Σχολή των Πόνι".
Έτσι, ο Τόνι και ο Ντράγκο πέρασαν κρυφά δίπλα από τον ιππότη, ο οποίος εξακολουθούσε να στέκεται και να τραγουδάει στην πριγκίπισσα. Αλλά ο ιππότης κατάλαβε την πονηρή μεταμφίεση που είχε σκαρφιστεί ο Τόνι. Είδε ότι ο Ντράγκο ήταν δράκος και τράβηξε αμέσως το σπαθί του.
"Είσαι τελειωμένος, δράκε", φώναξε.
"Έτσι να νομίζεις", είπε ο Ντράγκο και ετοιμαζόταν να πολεμήσει. Το ίδιο έκανε και ο ιππότης, πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά, με το σπαθί του προτεταμένο. Όμως λίγο προτού έρθουν σε σύγκρουση, η πριγκίπισσα ούρλιαξε τόσο δυνατά που όλα τα τζάμια του πύργου έσπασαν και ο Ντράγκο και ο ιππότης κοκάλωσαν στη θέση τους. Ο Τόνι και η πριγκίπισσα μπήκαν ανάμεσα στον Ντράγκο και τον ιππότη.
"Μα τι κάνετε;", ρώτησε ο Τόνι.
"Είναι δράκος και είμαι ιππότης. Άρα πρέπει να πολεμήσουμε", είπε ο ιππότης.
"Μα γιατί;", ρώτησε ο Τόνι.
"Τι εννοείς; Είμαι δράκος και είναι ιππότης, άρα πρέπει να πολεμήσουμε", είπε ο Ντράγκο.
"Έτσι έχουν τα πράγματα", είπαν ο Ντράγκο και ο ιππότης ταυτόχρονα, πράγμα που και οι δύο βρήκαν αρκετά αστείο.
"Αγαπητέ ιππότη", παρενέβη η πριγκίπισσα. "Απ' ό,τι καταλαβαίνω, ο Τόνι το Πόνι και ο Ντράγκο ο Δράκος πρέπει να πάνε στη Σχολή των Πόνι το συντομότερο δυνατό".
"Αλήθεια;", είπε ο ιππότης.
"Και τα πήγαινες πολύ καλά με το τραγούδι σου", συνέχισε να λέει η πριγκίπισσα.
"Σοβαρά;", ρώτησε ο ιππότης.
"Ναι!", απάντησε η πριγκίπισσα.
"Σοβαρά;", ξαναρώτησε ο ιππότης.
"Βλέπεις αυτή τη μικρή λακκούβα εκεί πέρα;", συνέχισε η πριγκίπισσα, δείχνοντας μια πολύ μικρή λακκούβα με νερό. Ο ιππότης πήγε να δει τη λακκούβα.
"Αυτά είναι τα δάκρυά μου, καθώς συγκινήθηκα πολύ από το τραγούδι που μου τραγούδησες".
"Αλήθεια, συγκινήθηκες;" είπε ο ιππότης.
"Ναι! Σχεδόν κέρδισες την καρδιά μου και, αν συνεχίσεις, θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί ευτυχισμένοι για το υπόλοιπο της ζωής μας", είπε η πριγκίπισσα.
"Θα μπορούσαμε; Αυτό θα ήταν υπέροχο", είπε ο ιππότης.
"Θα συνεχίσω να σου τραγουδάω, μόλις τελειώσω με αυτό τον δράκο", συνέχισε ο ιππότης.
"Όχι! Δεν μπορώ να ερωτευτώ έναν ιππότη που θέλει να σκοτώσει έναν δράκο τόσο υπέροχο όσο ο Ντράγκο", είπε η πριγκίπισσα.
Ο ιππότης κοίταξε τον Ντράγκο και μετά την πριγκίπισσα. Και μετά τον Τόνι και ξανά τον Ντράγκο.
"Πιστεύετε κι εσείς ότι τραγουδάω ωραία;", ρώτησε ο ιππότης.
"Και βέβαια!", είπε ο Τόνι.
"Όχι, τραγουδάς απαίσια", είπε ο Ντράγκο.
"Τι είπες;", φώναξε ο ιππότης και το πρόσωπό του έγινε πάλι κατακόκκινο.
Ο Τόνι έβαλε γρήγορα ένα από τα πόδια του στο πλευρό του Ντράγκο, για να τον κάνει να καταλάβει ότι όλο αυτό ήταν κόλπο. Ο Ντράγκο καθάρισε τον λαιμό του και είπε:
"Βασικά... μπορεί να μην τραγουδάς πολύ καλά αυτή τη στιγμή, αλλά με λίγη εξάσκηση θα τα πας περίφημα! Αν θέλεις να κερδίσεις την καρδιά της πριγκίπισσας, είναι προτιμότερο να μην παλέψουμε εμείς οι δύο, ώστε να μπορείς να συνεχίσεις να εξασκείσαι στο τραγούδι σου".
"Μπράβο, το έσωσες, Ντράγκο", ψιθύρισε ο Τόνι.
"Θα κάτσω για λίγο και θα κλείσω τα μάτια μου, καθώς πρέπει να σιγουρευτώ για το ποιος είναι ο στόχος ενός ιππότη στη ζωή. Να πολεμάει δράκους ή να κερδίσει την καρδιά μιας πριγκίπισσας;", είπε ο ιππότης και αναστέναξε, ακουμπισμένος στον πύργο με κλειστά μάτια. Η πριγκίπισσα έκλεισε το μάτι στον Τόνι, ο οποίος γύρισε προς τον Ντράγκο και είπε χαμηλόφωνα:
"Νομίζω ότι θα πρέπει να φύγουμε κρυφά, Ντράγκο, και τότε η ερώτηση του ιππότη θα απαντηθεί από μόνη της".
Έτσι, απομακρύνθηκαν από τον πύργο, αφήνοντας τον ιππότη να σκεφτεί με την ησυχία του, ενώ η πριγκίπισσα του χάιδευε απαλά το μάγουλο για να τον ηρεμήσει. Ο ιππότης βρήκε το άγγιγμά της υπέροχο.
Μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία με τους ιππότες και τις πριγκίπισσες, ο Ντράγκο σκέφτηκε ότι θα ήταν καλό να κάνει ένα διάλειμμα για ένα γεύμα, λίγη ξεκούραση, ένα ακόμη σνακ, ίσως ένα επιδόρπιο και μετά λίγη ακόμη ξεκούραση και ένα ακόμη διάλειμμα. Αλλά δεν υπήρχε χρόνος για όλα αυτά, καθώς ο Τόνι κοίταξε την κλεψύδρα και είδε ότι ο χρόνος κυλούσε τρομερά γρήγορα ενώ είχαν ακόμα πολύ δρόμο μπροστά τους για να φτάσουν στη Σχολή των Πόνι. Ο Τόνι ετοιμαζόταν να εκφράσει τις ανησυχίες του στον Ντράγκο, αλλά τον πρόλαβε ένα πολύ δυνατό ροχαλητό.
"Είναι ο μάγος!", φώναξε ο Τόνι, καλύπτοντας το στόμα του με το χέρι του καθώς θα έπρεπε να είχε ψιθυρίσει.
"Κοιμάται πολύ, επειδή έχει κάνει τα πάντα άπειρες φορές", ψιθύρισε ο Τόνι.
"Δεν έχουμε χρόνο για κουβέντα μαζί του. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον προσπεράσουμε περπατώντας στις μύτες των ποδιών μας, Ντράγκο. Μπορείς να το κάνεις αυτό;"
Ο Ντράγκο έγνεψε καταφατικά, καθώς δεν ήθελε να απογοητεύσει τον φίλο του ή να φανεί ανίκανος να κάνει κάτι που του ζήτησε ο Τόνι. Έτσι απομακρύνθηκαν στις μύτες των ποδιών τους.
Αλλά... οι δράκοι δεν μπορούν να περπατήσουν στις μύτες των ποδιών τους. Έτσι, αντί να το κάνει αυτό, ο Ντράγκο σήκωσε το πόδι του πολύ ψηλά, αλλά μετά το βαρύ του πόδι προσγειώθηκε στο έδαφος κάνοντας μεγάλο θόρυβο. Και έπειτα ακούστηκε ένας ακόμη χτύπος, όταν κατέβασε και το άλλο πόδι. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που ξύπνησε ο μάγος.
"ΠΟΙΟΣ περπατάει τόσο βαριά και με ξυπνάει από τον μαγικό μου ύπνο;", είπε και έβαλε τα γυαλιά του για να δει καλύτερα.
"Τόνι; Επέστρεψες; Και ποιον έφερες μαζί σου; Έναν δράκο; Απίστευτο! Δεν έχω συναντήσει δράκο για πάνω από 200 χρόνια. Είσαι ένα εξαιρετικό δείγμα. Είσαι στ' αλήθεια".
"Ευχαριστώ, κι εσύ έχεις πολύ ωραία γενειάδα", είπε ο Ντράγκο. "Ονομάζομαι Ντράγκο"
"Μέρλιν", συστήθηκε ο μάγος.
"Χαίρομαι που σε βλέπω, Μέρλιν, αλλά βιαζόμαστε και πρέπει να προχωρήσουμε", είπε ο Τόνι, δείχνοντας την κλεψύδρα του.
"Ναι, ασφαλώς, όλοι είμαστε απασχολημένοι με κάτι. Έτσι είναι. Μόνο που σκεφτόμουν αυτό που μου είχες πει για το χόμπι, Τόνι. Μια στιγμή...",
είπε ο Μέρλιν, πήγε στη σκηνή του και άρχισε να ψαχουλεύει. Ο Τόνι κοίταξε τον Ντράγκο και είπε:
"Πρέπει να φύγουμε τώρα".
"Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Θέλει να μας δείξει κάτι. Άσε που είπε ότι είμαι εξαιρετικό δείγμα δράκου. Δεν το άκουσες αυτό; Ας δούμε τι σκαρώνει", είπε ο Ντράγκο.
Ο Τόνι κάθισε και κοίταξε απελπισμένος την κλεψύδρα, μέσα στην οποία κυλούσε η άμμος όλο και πιο γρήγορα, όταν ο Μέρλιν βγήκε από τη σκηνή με ένα επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι.
"Επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι! Ένα σπουδαίο άθλημα για έναν σπουδαίο παίκτη. Τι λες, Ντράγκο; Θα παίξουμε;"
"Εννοείται ότι θα παίξουμε, φίλε μου. Ας ξεκινήσουμε!", απάντησε ο Ντράγκο.
Έτσι, ο Ντράγκο και ο Μέρλιν άρχισαν να παίζουν επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι. Έπαιζαν για τόση πολλή ώρα που ο Τόνι κατάφερε να πάρει έναν υπνάκο, να χτενίσει τη χαίτη του, να φάει ένα ελαφρύ γεύμα με αμπελοφάσουλα για επιδόρπιο ΚΑΙ να γράψει στο ημερολόγιό του για όλες τις περιπέτειές του.
Στο μεταξύ, ο Ντράγκο και ο Μέρλιν έδωσαν μια συγκλονιστική μάχη. Ξαφνικά, ο Μέρλιν γέλασε και είπε:
"Ξέρεις κάτι, Ντράγκο; Είσαι ο καλύτερος παίκτης που έχω αντιμετωπίσει ποτέ. Γι' αυτό, λοιπόν, με το μαγικό μου ραβδί σε διατάζω να παίζεις μαζί μου για τα επόμενα εκατό χρόνια!".
Κούνησε το μαγικό ραβδί του, σχηματίζοντας κύκλους στον αέρα. Ο Τόνι πανικοβλήθηκε, το ίδιο και ο Ντράγκο. Ήταν διασκεδαστικό να παίζεις επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι, αλλά εκατό χρόνια ήταν ένα φοβερά μεγάλο χρονικό διάστημα και υπήρχαν τόσα άλλα διασκεδαστικά πράγματα που ο Ντράγκο θα ήθελε να κάνει. Αλλά είχε και ο Ντράγκο μαγικές δυνάμεις, έτσι έκανε το δικό του ξόρκι.
"Διατάζω τον εαυτό μου να ΜΗΝ παίζει ποδοσφαιράκι για τα επόμενα εκατό χρόνια", είπε κουνώντας το μαγικό του ραβδί.
Για πρώτη φορά, τα μαγικά του Ντράγκο πέτυχαν.
Πράγμα που ανακούφισε τον Τόνι, καθώς αυτό σήμαινε ότι ο φίλος του δεν θα χρειαζόταν να παίζει επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι για τα επόμενα εκατό χρόνια. Αλλά στεναχωρήθηκε και λίγο, όταν είδε πόσο λυπημένος ήταν ο Μέρλιν. Ο Μέρλιν λάτρευε να παίζει επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι και τώρα δεν είχε κανέναν να παίξει μαζί του. Ο Τόνι συλλογίστηκε τόσο βαθιά που τον έπιασε πονοκέφαλος, αλλά τελικά του ήρθε μια ιδέα.
"Μέρλιν! Έχω μια ιδέα. Γιατί δεν κάνεις μαγικά για να εμφανίσεις τον προσωπικό σου αντίπαλο παίκτη; Κάποιον που να είναι καλός στο επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι και, ταυτόχρονα, να είναι αστείος και έξυπνος και να μπορεί να φτιάχνει κέικ και τηγανίτες στο μεσοδιάστημα μεταξύ των παιχνιδιών", πρότεινε ο Τόνι.
"Είσαι ιδιοφυΐα", φώναξε ο Ντράγκο με τέτοιο ενθουσιασμό που πετάχτηκαν φλόγες από το στόμα του μέχρι τον ουρανό. Ο Μέρλιν κοίταξε τον Τόνι. Δεν μπορούσε να πιστέψει πώς ένα τόσο μικρό πόνι μπορούσε να είναι τόσο έξυπνο. Ο Τόνι είχε δίκιο. Ο Μέρλιν έκανε μαγικά και εμφάνισε έναν αντίπαλο παίκτη που μπορούσε να κάνει όλα όσα είπε ο Τόνι και ακόμη περισσότερα. Έτσι, ο Τόνι και ο Ντράγκο μπόρεσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τη Σχολή των Πόνι.
Ο Τόνι και ο Ντράγκο έφτασαν στην έρημο, η οποία απλωνόταν μπροστά τους σε απαλές αποχρώσεις του κίτρινου και του καφέ.
Ο Τόνι έδειξε προς την κατεύθυνση του πειρατικού πλοίου στο βάθος.
"Ξέρεις τι είναι αυτό, Ντράγκο;", είπε.
"Όχι, δεν έχω ιδέα. Ποτέ δεν έχω ξανασυναντήσει κάτι τέτοιο, Τόνι. Τι στο καλό κάνει στη μέση της ερήμου; Δεν θα έπρεπε να πλέει στις επτά θάλασσες με τον άνεμο στην πρύμνη και τα κανόνια του γεμάτα μπαρούτι;", αναρωτήθηκε ο Ντράγκο.
Ο Τόνι σάστισε. Δεν ήταν ο Ντράγκο αυτός που έριξε το πλοίο στην έρημο; Έτσι είχε πει η Τερέζα η Τρομερή.
Ο Τόνι χτύπησε το κύτος του πλοίου και φώναξε:
"Τερέζα; Είμαι ο Τόνι το Πόνι! Μπορείς να βγεις έξω;".
Η Τερέζα φώναξε από το εσωτερικό του πλοίου:
"Τόνι! Εσύ είσαι; Χαίρομαι πολύ που ακούω τη φωνή σου. Τελικά, επέζησες από τη μάχη με τον πιο τρομακτικό δράκο του κόσμου που απαγάγει τα πλοία των δύστυχων και αθώων πειρατών από τη θάλασσα και τα ρίχνει στην έρημο, ώστε να μην μπορούν να πλεύσουν πουθενά".
Αλλά όταν η Τερέζα ανέβηκε στο κατάστρωμα, πάγωσε μόλις είδε τον Τόνι να στέκεται δίπλα στον Ντράγκο.
"Γεια σου, Τερέζα", τη χαιρέτησε ο Τόνι.
"Γεια σου, Τόνι", ανταπέδωσε εκείνη.
"Ξέρεις ποιος είναι αυτός που στέκεται δίπλα μου;", ρώτησε ο Τόνι.
Η Τερέζα δεν μίλησε.
"Θα σου πω εγώ, Τερέζα. Είναι ο Ντράγκο ο δράκος", είπε ο Τόνι.
"Γεια σου, Τερέζα. Με λένε Ντράγκο. Βλέπω ότι έχεις μπλέξει άσχημα εδώ πέρα, σωστά;", είπε ο Ντράγκο.
Η Τερέζα συνέχισε να μη μιλάει. Αναστέναξε πολύ βαθιά και έπειτα κούνησε αργά το κεφάλι της.
"Τερέζα;", είπε ο Τόνι. "Δεν νομίζω ότι έχεις ξανασυναντήσει τον Ντράγκο. Έτσι δεν είναι;"
Η Τερέζα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, διστάζοντας λίγο.
"Άρα δεν έλεγες αλήθεια όταν μου είπες ότι ο Ντράγκο άρπαξε το πλοίο σου από τη θάλασσα και το έριξε στην έρημο, σωστά;", συνέχισε ο Τόνι.
Ο Ντράγκο έμεινε έκπληκτος.
"Αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό, Τερέζα! Κάτι άτομα σαν κι εσένα δυσφημούν τους δράκους", είπε με αυστηρό ύφος ο Τόνι.
"Το ξέρω", ψέλλισε η Τερέζα.
"Τι πρέπει να πεις, λοιπόν, Τερέζα;", ρώτησε ο Τόνι.
"Συγγνώμη, Ντράγκο", είπε εκείνη.
"Πρέπει να πάρεις ένα μάθημα! Επειδή αυτή η δικαιολογία δεν είναι αρκετή!", είπε ο Ντράγκο, πετάγοντας μεγάλες φλόγες ψηλά στον αέρα.
"Κι όμως είναι", είπε ο Τόνι. "Σου ζήτησε συγγνώμη, σωστά;"
Ο Ντράγκο το σκέφτηκε για λίγο και είπε:
"Εντάξει τότε. Δεκτή η συγγνώμη. Αλλά μην το ξανακάνεις".
Η Τερέζα κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας και ο Τόνι και ο Ντράγκο συνέχισαν το ταξίδι τους. Το στόμα του Ντράγκο έβγαζε αφρούς και φυσαλίδες και καπνός έβγαινε από τα ρουθούνια του. Ένα πράγμα μισούσε ο Ντράγκο και αυτό ήταν το ψέμα. Ο Τόνι κοίταξε πίσω του την Τερέζα και έπειτα τον Ντράγκο. Κατόπιν, έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω στην Τερέζα για να τη ρωτήσει τι είχε συμβεί στο πειρατικό της πλοίο.
"Κρατούσα τον χάρτη του θησαυρού ανάποδα και πήρα λάθος στροφή. Ξαφνικά, βρέθηκα στην έρημο και δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από την άμμο. Καθώς αυτό είναι πολύ ντροπιαστικό για έναν πειρατή, επινόησα την ιστορία με τον Ντράγκο. Αν και δεν ήταν αλήθεια. Ήταν χαζό εκ μέρους μου και λυπάμαι ειλικρινά πάρα πολύ", είπε η Τερέζα.
Ο Τόνι κοίταξε την Τερέζα και έπειτα τον Ντράγκο, και αντίστροφα. Αν και ο Τόνι δεν είπε τίποτα, ο Ντράγκο κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Ο Τόνι κάθισε στο κατάστρωμα με την Τερέζα, και προτού εκείνη προλάβει να ρωτήσει τι συνέβαινε, το πλοίο άρχισε να κινείται! Ο Ντράγκο το έσπρωχνε με τη μύτη του! Λίγο αργότερα η Τερέζα βγήκε ξανά στη θάλασσα, έτοιμη να ανοίξει τα πανιά της και να χαράξει πορεία για νέες περιπέτειες. Προτού σαλπάρει μακριά, αγκάλιασε τον Τόνι και ευχαρίστησε τον Ντράγκο με έναν πειρατικό χαιρετισμό.
"Ευχαριστώ, Ντράγκο, ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να βοηθήσεις την Τερέζα", είπε ο Τόνι, αλλά ο Ντράγκο δεν τον άκουσε. Ήταν απορροφημένος στη θέα μπροστά του.
"Κοίτα εκεί πέρα. Είναι ένας καουμπόι. Γιατί δεν πάμε να του μιλήσουμε;", είπε.
Ο Τόνι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
"Δεν έχουμε χρόνο γι' αυτό. Αυτός ο τύπος μιλάει ακατάπαυστα και διηγείται ιστορίες που χρειάζονται υπερβολικά πολύ χρόνο για να ειπωθούν. Πρέπει να συνεχίσουμε!"
Και έτσι έκαναν.
Ο Τόνι και ο Ντράγκο βρέθηκαν στη μέση ενός πυκνού τροπικού δάσους. Με ανατριχιαστικά έντομα και κατσαρίδες, μαϊμούδες, τίγρεις και άλλα άγρια ζώα. Στον Ντράγκο δεν άρεσε καθόλου αυτό το μέρος. Όχι τόσο επειδή είχε ζέστη ή υγρασία, ούτε επειδή είχε τίγρεις. Αλλά και μόνο η σκέψη ότι μπορεί να υπήρχαν φίδια! Ήταν το ΜΟΝΑΔΙΚΟ πράγμα που φοβόταν ο Ντράγκο.
Ο Τόνι άρχισε να ανησυχεί για τον καλό του φίλο, όταν έφτασαν σε ένα ξέφωτο και βρήκαν έναν άντρα να κάθεται πίσω από ένα καλάθι με τα μάτια του κλειστά.
"Δεν μπορείτε να περάσετε. Μέσα σε αυτό το καλάθι κρύβεται το πιο δηλητηριώδες φίδι στον κόσμο και, αν κάνετε έστω και ένα βήμα παραπέρα, θα βγει έξω και θα σας καταβροχθίσει", είπε ο άντρας, χωρίς να ανοίξει τα μάτια του ούτε χιλιοστό.
"Σωστά, Τόνι, πάμε να φύγουμε. Μπορούμε να πάμε πίσω να βρούμε την Τερέζα και να σαλπάρουμε μακριά", ψιθύρισε ο Ντράγκο που είχε γίνει κατάχλωμος.
Πρώτη φορά έβλεπε ο Τόνι τον Ντράγκο τόσο φοβισμένο, αλλά ήξερε ότι η διαδρομή μέσα από το τροπικό δάσος ήταν η συντομότερη προς τη Σχολή των Πόνι.
"Έλα, πρέπει να περάσουμε. Πόσο κακό μπορεί να είναι αυτό το φίδι;", είπε ο Τόνι.
"Πολύ κακό", απάντησε ο άντρας.
"Μα, πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος να περάσουμε", επέμεινε ο Τόνι. Ο άντρας άνοιξε για πρώτη φορά το ένα του μάτι και έστρεψε προς τον Τόνι την πολύ μακριά φλογέρα του.
"Θέλεις να διαγωνιστείς με το μακρύ γλοιώδες φίδι μου στον χορό - αυτό εννοείς; Ή μήπως θέλει ο φίλος σου ο δράκος να τεστάρει τις σούπερ ρυθμικές κινήσεις του φιδιού;"
Ο Τόνι κοίταξε τον Ντράγκο, ο οποίος κουνούσε αρνητικά το κεφάλι του. Ο Τόνι σήκωσε τους ώμους του.
"Εντάξει, θα διαγωνιστώ με το φίδι στον χορό. Ο Ντράγκο θα παίζει το γιουκαλίλι του όσο εγώ θα χορεύω και εσύ μπορείς να παίζεις τη φλογέρα σου", είπε ο Τόνι.
Ο άντρας γέλασε κοροϊδευτικά. Έπειτα χτύπησε δύο φορές το καπάκι του καλαθιού και ένα τεράστιο φίδι ξεπρόβαλε.
"Ο διαγωνισμός θα έχει τέσσερις γύρους με όλο και πιο γρήγορο ρυθμό. Είσαι έτοιμος, πόνι;", είπε κρυφογελώντας ο άντρας.
Και έτσι άρχισαν. Το φίδι ήταν πράγματι πολύ κακό, αλλά ικανό στον χορό! Το ίδιο και ο Τόνι.
Το αποτέλεσμα του χορευτικού διαγωνισμού ταλαντευόταν τη μία υπέρ του ενός και την άλλη υπέρ του άλλου, αλλά παρόλο που το φίδι λικνιζόταν όσο καλύτερα μπορούσε, ο Τόνι εξακολουθούσε να προηγείται σε πόντους όταν έφτασαν στον τελευταίο, καταληκτικό γύρο. Το φίδι είχε κουραστεί, καθώς δεν είχε ξαναχορέψει ποτέ στη ζωή του τόσο πολύ. Όλοι πάντα το φοβόντουσαν πάρα πολύ και το έβαζαν στα πόδια, αντί να τολμήσουν να αναμετρηθούν μαζί του στον χορό. Το φίδι έπεσε κάτω, σε όλο του το μήκος, και έμεινε εντελώς ακίνητο. Μέχρι που έπεσε σε βαθύ φιδίσιο ύπνο. Ο Τόνι και ο Ντράγκο είχαν κερδίσει τον διαγωνισμό χορού! Ο άντρας έδειξε με το χέρι του και είπε:
"Λοιπόν, τώρα μπορείτε να περάσετε και να συνεχίσετε τον δρόμο σας".
Ο Τόνι έκανε στροφή περήφανα και είπε στον Ντράγκο:
"Κερδίσαμε! Είδες που δεν υπήρχε λόγος να φοβάσαι, έτσι δεν είναι, Ντράγκο; Ντράγκο; Πού είσαι;"
Ο Ντράγκο είχε φύγει. Το φίδι ήταν τόσο τρομακτικό που ο Ντράγκο το έβαλε στα πόδια με την ουρά στα σκέλια.
Ο Τόνι έψαχνε παντού για τον Ντράγκο. Πρώτα προς τη μία κατεύθυνση και έπειτα προς την άλλη. Έψαξε βαθιά στο έδαφος και ψηλά στις κορυφές των δέντρων, οπουδήποτε θα μπορούσε να κρύβεται ένας δράκος. Αλλά μάταια. Ο Ντράγκο είχε εξαφανιστεί. Ο Τόνι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Δεν έπρεπε ποτέ να αναγκάσει τον Ντράγκο να έρθει τόσο κοντά στο φίδι. Έπρεπε να είχαν πάρει άλλη διαδρομή, όπως είχε προτείνει ο Ντράγκο. Τώρα είχε χάσει τον καλύτερό του φίλο.
Ο Τόνι απομακρύνθηκε με βαριές τις οπλές του. Το τροπικό δάσος άρχισε να χάνεται και ο Τόνι έφτασε σε ένα μεγάλο παντοπωλείο. Ο Τόνι μπήκε μέσα.
"Καλησπέρα σας!", είπε η κυρία πίσω από το ταμείο.
"Γεια σας. Με λένε Τόνι και χρειάζομαι κάτι που θα με βοηθήσει να βρω γρήγορα τον φίλο μου τον Ντράγκο. Ίσως ένα ποδήλατο. Ή ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο. Κατά προτίμηση ένα αεροπλάνο. Μπορείτε να με βοηθήσετε;"
"Από σένα εξαρτάται", είπε η κυρία. Ο Τόνι έξυσε τη χαίτη του. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
"Μήπως έχετε ένα αεροπλάνο να αγοράσω;", ρώτησε ο Τόνι.
"Όχι", είπε η κυρία γνέφοντας με προθυμία και βρίσκοντας ένα πράσο, το οποίο ακούμπησε περήφανα πάνω στον πάγκο.
Η υπομονή του Τόνι είχε αρχίσει να εξαντλείται. Δεν χρειαζόταν κανένα πράσο, χρειαζόταν ένα αεροπλάνο.
"Όχι, χρειάζομαι ένα αεροπλάνο. Α-Ε-Ρ-Ο-Π-Λ-Α-Ν-Ο", είπε ο Τόνι πολύ αργά και καθαρά. Η κυρία απλώς έδειξε χαρούμενα το πράσο. Ο Τόνι αναστέναξε. Η κυρία στο παντοπωλείο προφανώς μιλούσε μια άλλη γλώσσα που έμοιαζε σαν εκείνη του Τόνι, αλλά στην οποία οι λέξεις είχαν διαφορετική ή ακόμη και αντίθετη σημασία.
"Εντάξει... μήπως έχεις ένα φτυάρι;", ρώτησε ο Τόνι.
Η κυρία έψαξε στα ράφια πίσω της και πέταξε στον πάγκο μια ηλεκτρική οδοντόβουρτσα.
"Μήπως ένα πακέτο τσίχλες;"
Η κυρία έγνεψε πρόθυμα και πρόσφερε στον Τόνι ένα κατσαβίδι.
"Ένα μαγικό ραβδί;"
Η κυρία έφερε ένα φυτό σε γλάστρα.
Αυτό συνεχίστηκε για ώρες και ώρες. Ο Τόνι αναστέναξε, καθώς ήταν εξαντλημένος, και η κυρία πίσω από το ταμείο είχε αρχίσει επίσης να εξαντλείται. Ο Τόνι αποφάσισε να προσπαθήσει άλλη μια φορά και, αν δεν τα κατάφερνε, θα έπρεπε να τα παρατήσει και να προσπαθήσει να βρει τον Ντράγκο με τα πόδια. Σκέφτηκε για πολλή ώρα.
"Μήπως έχετε λαχανάκια Βρυξελλών;", ρώτησε.
Η κυρία κούνησε το κεφάλι της - πράγμα που θα μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε - και έψαξε κάτω από τον πάγκο. Έπειτα τράβηξε ένα μεγάλο κουτί που περιείχε ένα αεροπλάνο!
"Ζήτω!", φώναξε ο Τόνι και βιάστηκε να πληρώσει. Με ένα κέικ που είχε καταχωνιασμένο στο σακίδιό του, το οποίο βέβαια η κυρία ονόμασε καπέλο, αλλά αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία.
Ο Τόνι βγήκε έξω από το κατάστημα και άνοιξε γρήγορα το κουτί. Ωχ όχι, ήταν ένα κιτ συναρμολόγησης! Δεν ήταν σίγουρος αν θα κατάφερνε να το συναρμολογήσει. Το κουτί ήταν τεράστιο και το εγχειρίδιο χρήσης απίστευτα μακροσκελές. Ο Τόνι άρχισε να το διαβάζει και να το ξεφυλλίζει και διαπίστωσε ότι οι πρώτες σελίδες ήταν γεμάτες προειδοποιήσεις για όλα όσα θα μπορούσαν να πάνε στραβά κατά την πτήση του αεροπλάνου. Πολλά πράγματα μπορούσαν να πάνε στραβά. Επίσης, υπήρχαν πολλές σελίδες που περιέγραφαν ότι οι κατασκευαστές του αεροπλάνου δεν έφεραν ευθύνη για κανένα από τα πράγματα που θα μπορούσαν να πάνε στραβά κατά την πτήση του αεροπλάνου.
Στην τελευταία σελίδα, υπήρχαν τρεις εικόνες με τρία εξαρτήματα. Τα τρία εξαρτήματα έπρεπε να συναρμολογηθούν και έπειτα το αεροπλάνο θα ήταν έτοιμο να πετάξει. Ο Τόνι το βρήκε λίγο παράξενο. Αλλά έκανε ό,τι έγραφε το εγχειρίδιο και το αεροπλάνο ήταν έτοιμο.
Ο Τόνι ήξερε ότι το διάστημα ήταν τεράστιο. Αλλά και ο Ντράγκο ήταν ένας πολύ μεγάλος δράκος, οπότε ο Τόνι ήλπιζε ότι ο Ντράγκο πετούσε κάπου εκεί πάνω και ότι ο Τόνι θα τον έβρισκε γρήγορα. Ο Τόνι έκλεισε τα μάτια του και ευχήθηκε να ξαναδεί τον φίλο του σύντομα. Έπειτα πάτησε τη μίζα και το αεροπλάνο άρχισε να σφυρίζει και να μπουκώνει, ενώ αποκτούσε όλο και περισσότερη ορμή μέχρι που απογειώθηκε. Ο Τόνι κατευθυνόταν προς το διάστημα και δεν θα επέστρεφε αν δεν έβρισκε τον καλύτερό του φίλο.
Ο Τόνι πέταγε όλο και πιο ψηλά στο διάστημα. Ήταν πανέμορφα! Υπήρχαν πλανήτες και αστέρια και διαστημικά νεφελώματα. Αλλά δεν υπήρχε κανένα ίχνος του Ντράγκο. Σύντομα, ο Τόνι άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως ήταν λάθος να ψάχνει εδώ πάνω στο διάστημα, εφόσον ο Ντράγκο είχε πει ότι πετούσε μόνο όταν ήταν απολύτως απαραίτητο. Κι αν εξακολουθούσε να τριγυρίζει στο τροπικό δάσος και είχε χαθεί;
Καθώς ο Τόνι άρχισε να αμφιβάλλει, το αεροπλάνο άρχισε να κάνει έναν πολύ ανησυχητικό θόρυβο. Έτσι, καθώς πλησίαζε έναν πολύ πολύχρωμο πλανήτη, αποφάσισε να προσγειωθεί. Ήταν τυχερός που πήρε αυτή την απόφαση, επειδή λίγα δευτερόλεπτα μετά την προσγείωση, ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος και ο κινητήρας του αεροπλάνου εκτοξεύτηκε στο διάστημα και εξαφανίστηκε αστραπιαία. Και τώρα τι έγινε; Πώς θα έβρισκε τον Ντράγκο και πώς θα επέστρεφε στη Μαγική Χώρα Πάνω Από Τα Σύννεφα; Ο Τόνι κοίταξε γύρω του.
"Παρακαλώ; Είναι κανείς εδώ;", φώναξε.
"Ναι, εγώ είμαι", είπε μια φωνή.
"Ποιος είσαι και πού είσαι;", ρώτησε ο Τόνι.
Ένας όμορφος μονόκερος κατέβηκε στον πλανήτη που στεκόταν ο Τόνι. Γύρω του αιωρούνταν σωματίδια χρυσόσκονης.
"Μπορείς να με βοηθήσεις, μονόκερε;", ρώτησε ο Τόνι.
"Ίσως, αλλά μόνο αν με φωνάζεις με το όνομά μου, το οποίο είναι Φλόριαν. Φλόριαν ο Φανταστικός", απάντησε ο μονόκερος.
"Εντάξει, Φλόριαν, είμαι ο Τόνι το Πόνι και ψάχνω τον φίλο μου, τον Ντράγκο. Πέταξα σε όλο το διάστημα και δεν μπορώ να τον βρω πουθενά και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω; Μπορείς να με βοηθήσεις;"
Ο μονόκερος δεν έδωσε προσοχή στα λόγια του Τόνι, καθώς ήταν απασχολημένος με το να θαυμάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη.
"Πρόσεξες τη χαίτη μου; Δεν είναι πανέμορφη; Άρχισα να χρησιμοποιώ ένα νέο σαμπουάν", είπε ο μονόκερος.
"Η χαίτη σου είναι υπέροχη. Αλλά μιλούσαμε για τον φίλο μου, τον Ντράγκο;", είπε ο Τόνι.
"Α, ναι. Περίμενε μια στιγμή".
Ο Φλόριαν ο μονόκερος πήγε στον στάβλο του και έψαξε για λίγο. Επέστρεψε με ένα τηλεσκόπιο.
"Τηλεσκόπιο! Ιδιοφυές, τώρα μπορώ να ψάξω για τον Ντράγκο", χλιμίντρισε χαρούμενα ο Τόνι.
"Ναι, είμαι ιδιοφυΐα. Και πολύ όμορφος. Δεν νομίζεις;", ρώτησε ο Φλόριαν.
"Ναι, βέβαια", μουρμούρισε ο Τόνι, κοιτάζοντας γύρω του με το τηλεσκόπιο. Μπορούσε να δει δάση, χωράφια, ερήμους, βουνά και παγόβουνα. Αλλά δεν έβλεπε τον Ντράγκο πουθενά. Μέχρι που... ναι... να 'τος!
Ο Τόνι είχε βρει τον Ντράγκο. Ο Ντράγκο καθόταν στο δάσος, έπαιζε το γιουκαλίλι του και φαινόταν πολύ λυπημένος. Ο Τόνι έδωσε στον Φλόριαν μια πολύ μεγάλη αγκαλιά και τον ευχαρίστησε. Έπειτα, όμως, τον έπιασε θλίψη. Δεν μπορούσε να πάει στον Ντράγκο, αφού το αεροπλάνο είχε χαλάσει.
"Περίμενε", είπε τότε ο Φλόριαν, τίναξε τη χαίτη του και πήγε ξανά στον στάβλο του.
"Κοίτα αυτό. Καλά, είμαι και πανέμορφος και ιδιοφυΐα, άσε που έχω και έναν πύραυλο. Μπορείς να τον δέσεις στο αεροπλάνο σου και έτσι θα μπορέσεις να επιστρέψεις στη γη".
"Ένας πύραυλος; Αυτό το σχέδιο ακούγεται λίγο... επικίνδυνο. Είσαι σίγουρος ότι θα πετύχει;", ρώτησε επιφυλακτικά ο Τόνι.
"Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να το μάθουμε", απάντησε ο Φλόριαν.
Ο Τόνι έγνεψε καταφατικά και ανέβηκε ξανά στο αεροπλάνο. Υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να το μάθουν. Έπρεπε να είναι γενναίος αν ήθελε να ξαναβρεί τον Ντράγκο. Τότε ο Φλόριαν χρησιμοποίησε ένα τηλεχειριστήριο για να εκτοξεύσει τον πύραυλο και ο Τόνι εκτοξεύτηκε στο διάστημα με αστραπια ταχύτητα, ενώ ένα βουητό αντηχούσε σε όλους τους γαλαξίες.
Ο Τόνι πλησίαζε όλο και πιο κοντά στη Μαγική Χώρα Πάνω Από Τα Σύννεφα. Όσο πιο κοντά πλησίαζε, τόσο πιο γρήγορα πετούσε και τόσο πιο πολύ θερμαινόταν το αεροπλάνο του. Θερμάνθηκε τόσο πολύ που τα φτερά του έπιασαν φωτιά και τότε ο Τόνι διαπίστωσε ότι τα φρένα δεν λειτουργούσαν.
""ΠΡΟΟΣΕΕΧΕΕΕ, ΝΤΡΑΓΚΟ!", φώναξε. Αλλά ο Ντράγκο δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
Το φλεγόμενο αεροπλάνο έπεσε πάνω στο δέντρο κάτω από το οποίο καθόταν ο Ντράγκο. Το δέντρο πήρε φωτιά, ενώ ο Τόνι κατρακυλούσε από το ένα κλαδί στο άλλο. Όταν τελικά ο Τόνι σωριάστηκε στο έδαφος, όλα τα δέντρα που βρίσκονταν γύρω του είχαν πάρει φωτιά! Ο Ντράγκο τρόμαξε τόσο πολύ που άρχισε να εκτοξεύει φλόγες προς όλες τις κατευθύνσεις.
"Ντράγκο! Ντράγκο! Εγώ είμαι! Ο Τόνι!"
"Τόνι; Παλιόφιλε; Είσαι στ' αλήθεια εσύ;
Οι δύο αγαπημένοι φίλοι αγκαλιάστηκαν με απέραντη χαρά και δάκρυα στα μάτια. Επιτέλους, ήταν και πάλι μαζί!
"Συνάντησα μια κυρία σε ένα παντοπωλείο που τα καταλάβαινε όλα ανάποδα, και το αντίστροφο. Ήταν αδύνατο να συζητήσω μαζί της και έπειτα πέταξα στο διάστημα για να σε βρω! Κατόπιν συνάντησα έναν μονόκερο που είχε ένα τηλεσκόπιο και έναν πύραυλο και έπειτα σε βρήκα και μετά... τι σου συνέβη;", είπε λαχανιασμένος ο Τόνι.
Ο Ντράγκο σήκωσε τους ώμους.
"Βασικά, έπρεπε απλώς να..."
"Κάνω τσίσα μου!"
"Ακριβώς! Και όταν επέστρεψα, είχες φύγει", είπε ο Ντράγκο. "Δεν φοβήθηκες το κακό μεγάλο φίδι, σωστά;", είπε ο Τόνι.
"Με τίποτα!", είπε ο Ντράγκο με σοβαρό ύφος.
Ο Τόνι χαμογέλασε και τον ρώτησε:
"Τι έπαιζες στο γιουκαλίλι;".
"Τίποτα... απλώς...", μουρμούρισε ο Ντράγκο.
"Φαινόσουν λίγο θλιμμένος την ώρα που τραγουδούσες, γι' αυτό δεν χρειάζεται να ξανατραγουδήσεις το ίδιο τραγούδι. Αλλά ίσως θα μπορούσες να μου πεις τους στίχους", είπε ο Τόνι.
Ο Ντράγκο κοίταξε το έδαφος και είπε γρήγορα:
"Τόνι, Τόνι, καλύτερέ μου φίλε, θα βυθιστώ στη θλίψη μου αν δεν σε ξαναδώ".
Ο Τόνι έπιασε το χέρι του Ντράγκο και το έσφιξε και κανείς τους δεν είπε τίποτα περισσότερο. Στη συνέχεια, επικράτησε μια περίεργη ησυχία. Ευτυχώς, εμφανίστηκε μια άμαξα με άλογα. Σε αυτήν επέβαινε ένας θίασος καλλιτεχνών τσίρκου. Σταμάτησαν όταν είδαν τον Τόνι και τον Ντράγκο, καθώς δεν συναντάς συχνά ένα πόνι και έναν δράκο.
"Θέλετε να έρθετε μαζί μας στη μεσαιωνική αγορά;", τους ρώτησε ο επικεφαλής του θιάσου. Ο Τόνι και ο Ντράγκο ήξεραν ότι έπρεπε να βιαστούν, αλλά συμφώνησαν ότι θα τους έκανε καλό να γελάσουν λίγο και έτσι πήδηξαν στην άμαξα, η οποία τους έφερε σε μια μεσαιωνική αγορά σε ένα βασίλειο όπου ο βασιλιάς φορούσε έναν πανέμορφο μανδύα και ένα ακόμη πιο υπέροχο στέμμα.
Ο Τόνι και ο Ντράγκο έκαναν τοξοβολία και διασκέδασαν με την ψυχή τους. Στη συνέχεια, ο Ντράγκο πάλεψε με τους ισχυρότερους άντρες του βασιλείου και, χωρίς να το καταλάβει, είχε κερδίσει στον αγώνα κονταρομαχίας αλλά και στην ξιφομαχία. Μάλιστα, ο Ντράγκο ήταν τόσο καλός σε όλα αγωνίσματα που ο βασιλιάς τον έχρισε προσωπικό του σωματοφύλακα.
Ο Τόνι συγκινήθηκε όταν είδε πόσο περήφανος ήταν ο Ντράγκο με τον μανδύα, το εθνόσημο και το σπαθί του, καθώς καθόταν δίπλα στον βασιλιά στην τελετή απονομής.
Ο Τόνι κοίταξε την κλεψύδρα του. Δεν είχε πολύ χρόνο και, παρότι του ήταν δυσάρεστο, έπρεπε να φύγει. Άλλωστε, ήθελε και τα άλλα πόνι να έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν τέτοιου είδους περιπέτειες.
Τώρα ο Τόνι ήταν και πάλι μόνος. Στεναχωρήθηκε που άφησε τον Ντράγκο, αλλά κατάλαβε ότι για τον φίλο του ήταν συναρπαστικό να είναι ο πιστός σωματοφύλακας του βασιλιά. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ σε δράκο, συνεπώς έπρεπε να είναι περήφανος για το γεγονός αυτό.
Στο μεταξύ, ο Τόνι βιαζόταν πολύ. Έπρεπε να επιστρέψει στη Σχολή των Πόνι, ώστε να διηγηθεί σε όλα τα πόνι τις περιπέτειές του στον μεγάλο και απέραντο κόσμο. Δεν θα αργούσε πλέον αυτή η στιγμή, καθώς βρισκόταν στο δάσος κοντά στη σχολή. Το δάσος ήταν πολύ μεγάλο, ωστόσο στην κλεψύδρα είχε μείνει ακόμα λίγη άμμος, "άρα ελπίζω να προλάβω", σκέφτηκε ο Τόνι, καθώς περνούσε μέσα από ένα ιδιαίτερα πυκνό τμήμα του δάσους γεμάτο έλατα.
Ξαφνικά, μια εκπληκτική μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια του Τόνι: ένα υπέροχο, έντονο άρωμα κανέλας και τάρτας βατόμουρων πλημμύρισε τον αέρα, θυμίζοντάς του πόσο πολύ πεινούσε και πόσο πολύ λάτρευε τα κέικ. Έτσι, ο Τόνι προχώρησε προς την κατεύθυνση αυτής της υπέροχης μυρωδιάς.
Έφτασε σε ένα σπίτι που έμοιαζε με τούρτα! Ουάου!
"Αυτό είναι τέλειο για μένα", σκέφτηκε ο Τόνι και χτύπησε το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε και ο Τόνι ξαφνιάστηκε λίγο. Ένα μεγάλο, άσχημο τρολ με κοφτερά δόντια και ένα στόμα που έτρεχε σάλια, άνοιξε την πόρτα.
"Γεια χαρά! Έλα μέσα και βολέψου. Είμαι σίγουρος ότι θα ήθελες να φας μια νόστιμη τάρτα; ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ θα μπορούσες ποτέ να ονειρευτείς είναι εδώ μέσα. Πέρασε μέσα!" Το τρολ γέλασε τόσο δυνατά που έπιασε τον Τόνι ανατριχίλα μέχρι τα κόκκαλα.
Ο Τόνι ήταν πραγματικά πολύ φοβισμένος. Πίστευε ότι ήταν πολύ γενναίος και δεν φοβόταν ούτε τους δράκους, ούτε τα βαμπίρ, ούτε τις μάγισσες... ή ίσως τις μάγισσες λίγο... αλλά με τα τρολ άλλαζαν τα πράγματα. Ο Τόνι έκανε ένα βήμα πίσω και έπειτα έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μακριά από το άσχημο τρολ. Και ενώ ο Τόνι έτρεχε, ξέσπασε σε κλάματα. Ήταν φοβισμένος και μόνος και ήθελε να πάει σπίτι του. Του έλειπε πολύ ο Ντράγκο και χρειαζόταν κάποιον στον οποίο μπορούσε να μιλήσει, να πει ότι φοβάται, κάποιον που θα έκανε τα πράγματα να φαίνονται καλύτερα. Αλλά τώρα ήταν μόνος και μάλλον είχε χαθεί και το μόνο που ήθελε ήταν να ξεφύγει από αυτό το τρολ. Έτσι έκλεισε τα μάτια του και έτρεχε και έτρεχε και έτρεχε και έτρεχε. Ξαφνικά, σκόνταψε σε κάτι μεγάλο και σκληρό και έπεσε κάτω.
"Πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα;", αναρωτήθηκε ο Τόνι και άνοιξε τα μάτια του για να δει πάνω σε τι είχε σκοντάψει.
"Τόνι! Έλα εδώ, φιλαράκο μου", είπε ο Ντράγκο και έδωσε στον καλύτερό του φίλο μια μεγάλη αγκαλιά.
"Ωχ, έκλαιγες. Τι σου συνέβη και είσαι τόσο λυπημένος;"
"Συνάντησα ένα τρολ. Φοβάμαι πολύ τα τρολ, Ντράγκο, και το συγκεκριμένο ήταν πολύ τρομακτικό και είμαι σίγουρος ότι ήθελε να με φάει. ΚΑΙ προσπάθησε να με δελεάσει με κάτι που είναι πολύ δύσκολο να πεις όχι: Κέικ! Και τάρτες!", είπε ο Τόνι.
Ο Ντράγκο φαινόταν σκεπτικός. Ο Τόνι έβλεπε τα ρουθούνια του Ντράγκο να φουσκώνουν, να αφρίζουν και να βγάζουν καπνούς.
"Τι απαίσιο τρολ! Πώς ΤΟΛΜΑΕΙ να διανοηθεί να σε φάει; Τι θράσος! Εσένα ένα καλό, ευγενικό και φιλικό μικρό πόνι, και μάλιστα τόσο έξυπνο. Να προσπαθεί να σε δελεάσει με κέικ και τάρτες; Όχι, αυτό δεν θα γίνει. ΕΛΑ μαζί μου!"
Ο Ντράγκο πήρε τον Τόνι στο χέρι του και προχώρησε, ζητώντας από τον Τόνι να του δείξει τον δρόμο, παρότι ο Τόνι αρνιόταν.
"Είναι πραγματικά άγριος, Ντράγκο", είπε.
"Προφανώς και είναι. Έτσι είναι τα τρολ. Τρομερά επικίνδυνα! Αλλά ο Ντράγκο έχει κι αυτός μερικά κόλπα στο μανίκι του. Περίμενε και θα δεις", είπε ο Ντράγκο.
Ο Τόνι έδειξε απρόθυμα τον δρόμο και σύντομα χτύπησαν ξανά το κουδούνι στο σπίτι του τρολ. Εκείνος άνοιξε την πόρτα με το ίδιο αλλόκοτο χαμόγελο και μια τάρτα ακόμα πιο νόστιμη αυτή τη φορά. Με φράουλες!
"Ένας δράκος; Λαχταριστός! Καλώς τον, εννοούσα", χαμογέλασε το τρολ.
"Ελάτε μέσα και οι δυο σας, υπάρχει άφθονος χώρος στον φούρνο μου... στο τραπέζι με τα κέικ μου, εννοούσα. Ελπίζω να πεινάτε κι εσείς, γιατί εγώ πεθαίνω από την πείνα!", είπε το τρολ.
"Μη βιάζεσαι τόσο πολύ, κύριε", είπε ο Ντράγκο. "Ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου. Μόλις μπούμε μέσα θα μας ρίξεις στον φούρνο σου, αλλά όχι, δεν θα τσιμπήσουμε, φίλε. Ως δράκος ξέρω τα πάντα για τα τρολ. Άσε που μπορώ να κάνω και μαγικά ξόρκια, γι' αυτό πάρε ένα!"
Ο Ντράγκο έκανε ένα ξόρκι. Ούτε ο Τόνι ούτε το τρολ ήξεραν τι σκόπευε να κάνει ο Ντράγκο, αλλά όταν ο Ντράγκο κούνησε το μαγικό ραβδί του, το τρολ απέκτησε ένα κομψό, πράσινο τσόχινο καπέλο με ένα μεγάλο πορτοκαλί φτερό.
"Χμμ, ευχαριστώ, δράκε, μου αρέσει", γέλασε το τρολ και έτρεξαν σάλια από το στόμα του. Ο Τόνι έκανε τρία μεγάλα βήματα πίσω προς το δάσος.
Ο Ντράγκο κούνησε ξανά το μαγικό ραβδί του, αλλά εξακολουθούσε να είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι προσπαθούσε να πετύχει. Πάντως, το τρολ απέκτησε μια κίτρινη μεταξωτή γραβάτα, ένα ζευγάρι προστατευτικά γονάτων και ένα μπαστούνι του χόκεϊ. Όλα αυτά έκαναν το τρολ να φαίνεται κομψό και περιποιημένο, αλλά δεν βοήθησαν στο να συγκρατήσει την όρεξή του, ούτε άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο κοιτούσε τον Τόνι με λαίμαργα μάτια.
Και τότε, στην πέμπτη προσπάθεια, κάτι συνέβη. Κάτι που έκανε το τρολ να φαίνεται φιλικό και συμπαθητικό.
Ο Ντράγκο έκανε πάλι μαγικά και εμφάνισε ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες, οι οποίες κάλυπταν πλήρως τα μεγάλα πόδια του τρολ.
"Τι του συμβαίνει", ψιθύρισε ο Τόνι.
"Ο λόγος που τα τρολ είναι πάντα τόσο κακά είναι ότι έχουν πάντα τρομερά παγωμένα πόδια. Αν τους δώσεις ένα ζευγάρι εξαιρετικά ζεστές κάλτσες που καλύπτουν πλήρως τα πόδια τους, γίνονται ήρεμα σαν αρνάκια", εξήγησε ο Ντράγκο.
Το τρολ σήκωσε το βλέμμα του και ο Τόνι σκέφτηκε ότι ήταν έτοιμο να κλάψει από χαρά.
"Θα θέλατε να έρθετε μέσα για λίγη τάρτα φράουλα ως ευχαριστώ;", είπε ευγενικά το τρολ.
"Συγγνώμη, τρολ, αλλά δεν έχουμε χρόνο. Αλλά είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου", είπε ο Τόνι, εντελώς άφοβα αυτή τη φορά.
Οι δύο φίλοι συνέχισαν το ταξίδι τους. Μετά από λίγο, ο Τόνι ρώτησε:
"Ντράγκο; Δεν σκόπευες να μείνεις με τον βασιλιά ως ο πιστός του σωματοφύλακας; Και να κάνεις ένα σωρό απίθανα πράγματα;".
"Βασικά, ναι, σκόπευα να μείνω. Και το έκανα, μέχρι που δεν το ήθελα πια", απάντησε ο Ντράγκο.
"Μα γιατί;", συνέχισε ο Τόνι.
"Επειδή μου έλειψε το μικρό μου υπέροχο πόνι", απάντησε ο Ντράγκο.
"Εγώ; Αλήθεια σου έλειψα;", είπε συγκινημένος ο Τόνι.
"Μα, φυσικά. Είσαι ο καλύτερος. Και ελπίζω να μη φοβάσαι πια τα τρολ", είπε ο Ντράγκο.
Ο Τόνι χαμογέλασε και ένιωσε αγαλλίαση. Όχι επειδή ο Ντράγκο του είχε μάθει πώς να αντιμετωπίζει ένα τρολ, ξεπερνώντας τον μεγαλύτερο φόβο του, αλλά επειδή ήταν πολύ χαρούμενος που ήξερε ότι κάποιος τον νοιαζόταν, πράγμα που το έκανε ο Ντράγκο. Ποιος θα το πίστευε ότι ο καλύτερός του φίλος ήταν ένας δράκος! Ανυπομονούσε να τα διηγηθεί όλα στα άλλα πόνι.
Το δάσος είχε γίνει πολύ πυκνό και ο Τόνι ξαφνικά σώπασε, πράγμα ασυνήθιστο για αυτόν. Ο Ντράγκο προσπάθησε να κάνει μερικά αστεία και μαγικά κόλπα, αλλά ο Τόνι δεν άκουγε και απλώς κοίταζε μπροστά του, με το βλέμμα στραμμένο στο δάσος.
"Τόνι; Τι συμβαίνει; Είσαι πολύ ήσυχος και δεν μιλάς καθόλου; Συμβαίνει κάτι;", ρώτησε ο Ντράγκο.
"Σσσς... Τα δέντρα γίνονται όλο και πιο μυτερά και η ομίχλη κατεβαίνει. Εδώ μένει η μάγισσα και λέει ότι την έχω ξεγελάσει, γι' αυτό πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα", είπε ψιθυριστά ο Τόνι.
"Χε-χε-χε-χε!", ακούστηκε ανάμεσα από τα δέντρα. Ο Τόνι τινάχτηκε και κοίταξε γύρω του, ενώ ο Ντράγκο έκανε αυτό που κάνουν καλύτερα οι δράκοι μπροστά στον κίνδυνο. Στάθηκε όρθιος με το στήθος προτεταμένο, τράβηξε την ουρά του και έβγαλε μικρές φλόγες από το στόμα του.
"Ντράγκο, πρέπει να με προστατεύσεις. Έρχεται να με πιάσει..."
Ο Τόνι διακόπηκε από έναν δυνατό θόρυβο και μια αστραπή που χτύπησε ένα δέντρο. Ο Τόνι φοβήθηκε τόσο πολύ που έκλεισε τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε ξανά, βρισκόταν πάνω σε ένα σωσίβιο που έπλεε στη μέση ενός ποταμού.
"Αντίο, μικρό πόνι! Ευχαριστώ που μου έφερες έναν δράκο. Μου αρέσει πολύ!" Η μάγισσα στεκόταν στην όχθη του ποταμού και γελούσε μοχθηρά, καθώς αποχαιρετούσε τον Τόνι. Ο Ντράγκο είχε εξαφανιστεί. Η μάγισσα θα πρέπει να τον είχε απαγάγει! Τώρα ο Τόνι παρασυρόταν από τον ποταμό που τον απομάκρυνε από τον Ντράγκο - πόσο μάλλον από τη Σχολή των Πόνι. Έπρεπε να κάνει κάτι. Αλλά τι; Άνοιξε το σακίδιό του και έψαξε καλά. Υπήρχαν πολλά συναρπαστικά αντικείμενα τα οποία ήταν τέλεια για παιχνίδι, αλλά τίποτα που θα μπορούσε να χρησιμεύσει στον Τόνι αυτή τη στιγμή. Ή ίσως... Ο Τόνι βρήκε το γιουκαλίλι του Ντράγκο. Παρότι ήξερε πόσο πολύ ο Ντράγκο αγαπούσε το γιουκαλίλι του, ο Τόνι δεν είχε άλλη επιλογή από το να το χρησιμοποιήσει για να κάνει κουπί μέχρι την όχθη του ποταμού.
Δυσκολευόταν να κωπηλατήσει κόντρα στο ρεύμα, χρησιμοποιώντας ένα γιουκαλίλι για κουπί, αλλά ο Τόνι σκεφτόταν τον φίλο του, τον οποίο είχε απαγάγει η μάγισσα, και έπαιρνε δύναμη. Δεν θα τη γλίτωνε!
Τελικά έφτασε στην όχθη του ποταμού και σύρθηκε προς την κατεύθυνση της στροβιλιζόμενης ομίχλης και της κακαριστής φωνής της μάγισσας στο βάθος. Όταν ο Τόνι πλησίασε στο τμήμα του δάσους που ανήκε στη μάγισσα, είδε τον Ντράγκο να κάθεται σε ένα κλουβί. Η μάγισσα έφτιαχνε σε μια κατσαρόλα μια σούπα που μύριζε απαίσια. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, καθώς ο Τόνι δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να καταλήξει ο Ντράγκο στην κατσαρόλα με τη σούπα.
Πώς θα μπορούσε να σώσει τον Ντράγκο; Η μάγισσα είχε πολλά μαγικά κόλπα και ο Τόνι ήταν απλώς ένα πόνι. Αλλά μια ιδέα ήρθε στο μυαλό του Τόνι. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σωσίβιο! Σύρθηκε πίσω από τη μάγισσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Ο Ντράγκο είδε τον Τόνι, αλλά ο Τόνι τού έκανε γρήγορα νόημα να προσποιηθεί πως δεν τον είχε δει και πως δεν συνέβαινε τίποτα. Ο Ντράγκο κατάλαβε αμέσως το μήνυμα και άρχισε να σφυρίζει σαν να μη συνέβαινε απολύτως τίποτε.
Η μάγισσα σήκωσε το βλέμμα της από την κατσαρόλα.
"Μμμ, σούπα από ουρά δράκου... θα γίνει πεντανόστιμη!", γέλασε η μάγισσα και πήρε ένα μεγάλο ψαλίδι. Αλλά προτού προλάβει να το χρησιμοποιήσει, κάτι συνέβη. Ο Τόνι πήδηξε και έσπρωξε το σωσίβιο πάνω στη μάγισσα, εμποδίζοντάς τη να κουνήσει τα χέρια της και αναγκάζοντάς τη να ρίξει το μαγικό ραβδί της στο έδαφος. Στην αρχή, η μάγισσα έμεινε έκπληκτη και έπειτα φώναξε θυμωμένη στο μικρό πόνι, όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν παγιδευμένη με το σωσίβιο και δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις μαγικές της δυνάμεις.
Ο Τόνι βρήκε το κλειδί του κλουβιού και απελευθέρωσε γρήγορα τον Ντράγκο. Πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός με τις μάγισσες, γι' αυτό για να είναι σίγουρος ο Τόνι έσπρωξε τη μάγισσα μέσα στο κλουβί και το κλείδωσε. Ο Τόνι ήξερε ότι αργά ή γρήγορα ο αέρας θα άρχιζε να διαρρέει από το σωσίβιο, απελευθερώνοντας τη μάγισσα. Επομένως, ήταν καλή ιδέα που την έκλεισε στο κλουβί, καθώς θα έπρεπε να βρει κι εκείνη τρόπο να βγει από αυτό και μέχρι τότε ο Τόνι και ο Ντράγκο θα είχαν απομακρυνθεί αρκετά.
Συνέχισαν να προχωρούν ακολουθώντας γνωστά μονοπάτια στο δάσος. Ο Ντράγκο ήταν πολύ ανακουφισμένος που είχε σωθεί και που είχε ακόμη την όμορφη ουρά του. Ήταν επίσης εντυπωσιασμένος από τη δύναμη και τη γενναιότητα του Τόνι. Ακόμα και όταν ο Τόνι τού είπε ότι το αγαπημένο του γιουκαλίλι ήταν μούσκεμα, ο Ντράγκο δεν ταράχτηκε καθόλου, απλώς είπε:
"Θα το κρεμάσουμε να στεγνώσει στον ήλιο, φιλαράκο μου, και θα είναι και πάλι μια χαρά". Και αυτό ακριβώς έκαναν. Κρέμασαν το γιουκαλίλι στο σακίδιο του Τόνι, έτσι ώστε, καθώς περπατούσαν, να το φυσάει ο άνεμος και να το στεγνώνει ο ήλιος.
Το γιουκαλίλι στέγνωσε και ο Ντράγκο έπαιξε ένα τραγούδι για τις μέχρι τώρα περιπέτειές τους. Ο Τόνι έβγαλε από το σακίδιό του μια σακούλα ποπ κορν και τα πετούσε στον Ντράγκο καταφέρνοντας να πετυχαίνει το στόμα του, καθώς αυτός περπατούσε και τραγουδούσε δίπλα του. Αλλά καθώς προχωρούσαν διασκεδάζοντας, άκουσαν ξαφνικά ένα πολύ δυνατό βουητό ανάμεσα από τα δέντρα.
"Τι ήταν αυτό, Τόνι;", ρώτησε ο Ντράγκο.
"Μάλλον είναι το βαμπίρ. Πεινάει πάντα και η κοιλιά του γουργουρίζει πολύ δυνατά", απάντησε ο Τόνι.
"Τι είναι αυτό το βαμπίρ;", ρώτησε απορημένος ο Ντράγκο.
"Είναι ένας κάπως ντροπαλός τύπος, φορά μεταξωτά ρούχα και ζει μια ήσυχη ζωή", απάντησε ο Τόνι.
"Γιατί έχει τόσο ήσυχη ζωή; Και γιατί δεν βγαίνει έξω να βρει φαγητό, αν πεινάει;", συνέχισε απορημένος ο Ντράγκο.
"Καλή ερώτηση, Ντράγκο, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο για τα βαμπίρ να κυκλοφορούν έξω. Βλέπεις..."
Ο Τόνι ήταν έτοιμος να εξηγήσει την κατάσταση με τα βαμπίρ, αλλά ο Ντράγκο, που λάτρευε το φαγητό όσο τίποτε άλλο, έτρεξε προς την κατεύθυνση που ακουγόταν το γουργουρητό από το στομάχι του βαμπίρ, λέγοντας:
"Είναι κρίμα να πεινάει κάποιος τόσο πολύ όσο αυτό το βαμπίρ. Πρέπει να το βοηθήσουμε!".
Ο Τόνι έτρεξε πίσω του, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά ήταν εύκολο επειδή ο Ντράγκο κινούνταν πολύ γρήγορα. Όταν ο Τόνι έφτασε στο ξέφωτο μπροστά από τη σπηλιά, ο Ντράγκο ήταν ήδη εκεί και κοίταζε προς το εσωτερικό της σπηλιάς.
"Γεια σου, βαμπίρ! Είσαι εκεί;"
"Ναι", ψιθύρισε το βαμπίρ. "Είμαι εδώ και πεινάω τρομερά".
"Θα το τακτοποιήσουμε αυτό", είπε ευγενικά ο Ντράγκο.
"Όμως... δεν μπορώ να σε δω καθόλου. Δεν θα ήταν καλό να υπήρχε λίγο φως στη σκοτεινή σου σπηλιά; Δεν μπορείς να μαγειρέψεις χωρίς φωτιά και είναι πολύ ενοχλητικό να μην μπορείς να δεις τίποτα. Θα πάρω το μαγικό μου ραβδί και θα..."
Ο Τόνι όρμησε προς τον Ντράγκο για να τον σταματήσει, αλλά προτού προλάβει να πει λέξη, ο Ντράγκο κούνησε το μαγικό του ραβδί. Για πρώτη φορά, ο Ντράγκο κατάφερε να εμφανίσει αυτό που ήθελε με την πρώτη προσπάθεια. Ξαφνικά, στη σπηλιά εμφανίστηκαν προβολείς, λάμπες δαπέδου, επιτραπέζια φωτιστικά, ακόμη και ένας πολυέλαιος. Εμφανίστηκαν επίσης μια αναπαυτική πολυθρόνα και ένα τραπέζι με καρέκλες για μεγάλα δείπνα. Ο Ντράγκο ήταν πολύ χαρούμενος για το κατόρθωμά του, αλλά το βαμπίρ είχε εξαφανιστεί.
"Βαμπίρ; Βαμπίρρρ; Πού είσαι;" φώναξε ο Ντράγκο.
"Εεε, εδώ πέρα", απάντησε το βαμπίρ. Ο Ντράκο έκανε στροφή και μέσα στη σκιά ενός κορμού βελανιδιάς μπορούσε να διακρίνει με δυσκολία μια κομψή φιγούρα με μεταξωτά μαύρα και κόκκινα ρούχα.
"Μα γιατί στέκεσαι εκεί; Γιατί δεν αράζεις στην καινούρια σου πολυθρόνα και δεν χαλαρώνεις απολαμβάνοντας ένα καλό βιβλίο;", ρώτησε με απορία ο Ντράγκο.
"Επειδή δεν αντέχω το φως", είπε ψιθυριστά το βαμπίρ. Και αμέσως μετά, το στομάχι του γουργούρισε τόσο δυνατά που ο Ντράγκο ξαφνιάστηκε πραγματικά.
"Ααα, δεν το ήξερα αυτό καθόλου. Έπρεπε να μου το είχες πει. Λοιπόν, πρέπει να κάνουμε κάτι για αυτό. Αλλά πρώτα πρέπει να τακτοποιήσουμε αυτό το γουργουρητό στομάχι σου. Τι θα ήθελες να φας; Μπορώ να φτιάξω σχεδόν τα πάντα", είπε ο Ντράγκο.
"Χοτ ντογκ", είπε το βαμπίρ.
"Δεν έχω φάει κάτι τέτοιο εδώ και πολύ καιρό. Και ακόμη τούρτα αμυγδάλου, ρολά βατόμουρου και κρουασάν σοκολάτας. Κόκκινη κολοκύθα. Καραμέλες βουτύρου και ίσως και λίγο μαλλί της γριάς. Αν δεν είναι πολλά αυτά που ζητάω".
Ήταν πολλά αυτά που ζητούσε, αλλά ο Ντράγκο ένιωθε άσχημα που έδιωξε το βαμπίρ από το σπίτι του. Θα το τακτοποιούσε αυτό, αλλά πρώτα έκανε μαγικά και εμφάνισε όλα τα τρόφιμα που είχε ζητήσει το βαμπίρ.
Ο Τόνι προσπάθησε να τον διακόψει αρκετές φορές, αλλά ήξερε ότι ένα από τα λίγα πράγματα που μπορούσαν να ενοχλήσουν τον Ντράγκο ήταν να μπει ανάμεσα σε αυτόν και το φαγητό του. Έτσι, ο Τόνι έκανε υπομονή και παρακολουθούσε όσο ο Ντράγκο κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να ετοιμάσει όλα τα διαφορετικά πιάτα που είχε παραγγείλει το βαμπίρ. Ο Ντράγκο σέρβιρε τα χοτ ντογκ και τα άλλα πιάτα σε ένα τραπέζι στρωμένο με τραπεζομάντηλο που βρισκόταν στη σκιά. Σέρβιρε με μεγάλη ευγένεια και πρόσφερε τέσσερις διαφορετικές ποικιλίες κόκκινης κολοκύθας για να διαλέξει το βαμπίρ. Όταν το βαμπίρ ολοκλήρωσε το φαγητό του, με την κόκκινη κολοκύθα να στάζει από τους κοφτερούς του κυνόδοντες, το πρόσωπό του έλαμπε με ένα πλατύ χαμόγελο.
"Σ' ευχαριστώ, Ντράγκο. Απόλαυσα με μεγάλη ευχαρίστηση τις γαστρονομικές σου λιχουδιές. Δεν έχω ξαναφάει τόσο νόστιμο χοτ ντογκ ή τόσο απολαυστικά ρολά βατόμουρου. Πρέπει να μου δώσεις οπωσδήπο τητε συνταγή".
Ο Τόνι προσπάθησε να πάρει τον λόγο, αλλά μάταια, καθώς το βαμπίρ και ο Ντράγκο συνέχισαν να συζητούν για φαγητό, μαγειρική και εστιατόρια, αγνοώντας εντελώς τον Τόνι. Η συνήθως απαλή γαλάζια επιδερμίδα του Τόνι μετατράπηκε σε τιρκουάζ και έπειτα σε σκούρο μπλε, καθώς απελπιζόταν όλο και περισσότερο.
Ο Ντράγκο συνέχισε να μιλάει.
"Αγαπητό μου βαμπίρ, δεν έχουμε τελειώσει ακόμα". "Δεν τελειώσαμε;", απόρησε το βαμπίρ.
"Όχι, πρέπει να συζητήσουμε και για τη σπηλιά σου και για το πώς μπορούμε να την κάνουμε πιο σκοτεινή, αλλά παρ' όλα αυτά άνετη και όμορφη για να ζεις ευχάριστα μέσα σ' αυτήν", συνέχισε ο Ντράγκο.
Τότε, ο Τόνι δεν άντεξε άλλο και άρχισε να φωνάζει: "ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΑΥΤΟ! ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΜΑΣ ΑΜΕΣΩΣ!"
Ο Ντράγκο δεν είχε ξαναδεί έτσι τον Τόνι και ξέχασε αμέσως τα σχέδιά του για τον φωτισμό και τη διακόσμηση της σπηλιάς του βαμπίρ. Αντίθετα, έτρεξε πίσω από τον Τόνι, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να κατευθύνεται προς το δάσος. Όταν ο Ντράγκο πρόφτασε τον Τόνι, ο Ντράγκο τον ρώτησε αν ένιωθε θλίψη για το βαμπίρ. Αλλά ο Τόνι δεν είχε χρόνο για απαντήσεις, καθώς έπρεπε πραγματικά να βιαστούν τώρα, αν ήθελαν να φτάσουν στη Σχολή των Πόνι πριν να είναι πολύ αργά.
Ο Τόνι και ο Ντράγκο έφτασαν στη γέφυρα στο δάσος και ο Τόνι ανέλαβε αμέσως πρωτοβουλία.
"Ντράγκο; Θα το χειριστώ εγώ αυτό. Η γέφυρα φυλάσσεται από έναν νίντζα. Θα κάνει κάποιες ερωτήσεις και εγώ ξέρω τις απαντήσεις. Έχουμε πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή μας για να φτάσουμε στη Σχολή των Πόνι, γι' αυτό πρέπει να βιαστούμε!"
Ο Ντράγκο σκέφτηκε ότι αυτό ήταν πολύ συναρπαστικό. Θα τα κατάφερναν; Καθώς συλλογιζόταν, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του ο μικρός νίντζα. Ο νίντζα έστρεψε το σπαθί του προς τον Ντράγκο.
"Ο Τόνι ΑΠΑΝΤΗΣΕ στην ερώτηση που του έκανα, οπότε τώρα είναι Η ΣΕΙΡΑ ΣΟΥ, δράκε, να απαντήσεις σε μια ερώτηση αν θέλετε να περάσετε τη γέφυρα!", είπε ο νίντζα.
"Καλά. Εντάξει. Μπορώ να το προσπαθήσω", είπε ο Ντράγκο.
Ο νίντζα πήρε μια βαθιά ανάσα, μισόκλεισε τα μάτια του και είπε:
"Ποιο είναι... το αγαπημένο σου φαγητό;".
"Ωχ, αυτή είναι πολύ δύσκολη ερώτηση. Αυτό είναι πραγματικά το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσες να με ρωτήσεις".
Στον Ντράγκο δεν άρεσε καθόλου να επιλέγει ή να λέει ότι ένα πράγμα ήταν καλύτερο από ένα άλλο. ΕΙΔΙΚΑ όσον αφορά το φαγητό. Για παράδειγμα, δεν μπορούσε να πει αν του άρεσε περισσότερο η μαρμελάδα φράουλα από τη μαρμελάδα βατόμουρο. Επίσης, έβρισκε και τα κεράσια και τα σταφύλια εξίσου νόστιμα. Μήπως προτιμούσε την πίτσα από τα μακαρόνια; Επίσης, του άρεσαν το παστίτσιο και τα χάμπουργκερ, καθώς και το τζατζίκι και τα σάντουιτς με τυρί και ζαμπόν. Αλλά ποιο ήταν το αγαπημένο του φαγητό; Αυτό εξαρτιόταν από τη διάθεσή του.
Ο Ντράγκο είχε αγχωθεί πολύ που έπρεπε να διαλέξει ΕΝΑ πιάτο από τόσα άλλα, έτσι έκλεισε τα μάτια του και σκέφτηκε όσο περισσότερο μπορούσε.
Αλλά αυτό δεν βοήθησε. Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια του, τόσο ο Τόνι όσο και ο νίντζα έδειχναν εντελώς απελπισμένοι. Ο Ντράγκο είχε αγχωθεί τόσο πολύ που χωρίς καν να το καταλάβει άνοιξε το στόμα του και έκαψε τη γέφυρα! Τώρα δεν μπορούσαν να περάσουν τη γέφυρα.
Αυτό ήταν πολύ κακό, καθώς δεν είχαν σχεδόν καθόλου χρόνο. Ο νίντζα ήταν στεναχωρημένος και αρκετά θυμωμένος και ο Τόνι κάθισε δίπλα σε ένα δέντρο και πήρε την κλεψύδρα από το σακίδιό του. Είχαν μείνει μόνο λίγοι κόκκοι άμμου στο ένα άκρο της κλεψύδρας.
Ο Τόνι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
"Τώρα δεν θα μπορέσω να σταματήσω τους φίλους μου από το να καλπάζουν για όλη τους τη ζωή. Δεν θα μπορέσω να τους διηγηθώ ιστορίες για τον φανταστικό, περιπετειώδη κόσμο εδώ έξω. Νομίζω ότι θα πρέπει να γνωρίσουν τις δυνατότητες του κόσμου, όπως εγώ - αντί να καλπάζουν όλη μέρα".
Ο Ντράγκο το καταλάβαινε αυτό. Στεναχωριόταν που ο φίλος του ήταν τόσο στεναχωρημένος. Και στενοχωριόταν ακόμη περισσότερο, επειδή ήταν ουσιαστικά δικό του το λάθος. Αλλά θα υπήρχε κάποιος τρόπος να επανορθώσει. Ο Ντράγκο έκανε μερικά βήματα πίσω και κοίταξε γύρω του. Ζέστανε τα πόδια του σχηματίζοντας ίχνη στο έδαφος, έπειτα καθάρισε τον λαιμό του και κοίταξε τον καλύτερό του φίλο.
"Τόνι; Μπορείς να ανέβεις στην πλάτη μου, αν θέλεις. Μπορούμε να πετάξουμε μέχρι τη Σχολή των Πόνι. Θα είναι γρήγορο και διασκεδαστικό και σίγουρα ακίνδυνο".
Ο Τόνι δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Κοίταξε κατάματα τον Ντράγκο και είπε:
"Καλά θα ήταν, Ντράγκο... Αλλά δεν πετάς ποτέ με κάποιον στην πλάτη σου. Είναι απαράβατος κανόνας των δράκων. Έτσι δεν μου είπες;".
"Ναι, έτσι σου είπα. Δεν το έχω κάνει ποτέ αυτό και δεν θα το έκανα ποτέ για κανέναν άλλον εκτός από σένα, Τόνι", είπε ο Ντράγκο.
"Αλήθεια;", είπε ο Τόνι και έλαμψαν τα μάτια του.
"Ναι. Επειδή είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Με έσωσες από τη μάγισσα και με πήρες μαζί σου στη συναρπαστικότερη περιπέτεια της ζωής μου. Γι' αυτό ανέβα τώρα στην πλάτη μου και σου υπόσχομαι ότι θα φτάσουμε στη Σχολή των Πόνι προτού τελειώσει η άμμος στην κλεψύδρα".
Ο Τόνι ανέβηκε στην πλάτη του Ντράγκο.
"Κρατήσου γερά, φιλαράκο μου", είπε ο Ντράγκο, παίρνοντας μεγάλη φόρα και τρέχοντας προς ένα δέντρο. Λίγο προτού προσκρούσει πάνω στο δέντρο, ο Ντράγκο σηκώθηκε στον αέρα και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Ο Τόνι κρατήθηκε γερά, καθώς η ταχύτητα ήταν μεγάλη και ο άνεμος τον χτυπούσε στο πρόσωπο.
Κάτω στη γη, ο νίντζα ήταν ακόμα έξαλλος. "Και τώρα τι θα γίνει με τη γέφυρά μου;", ούρλιαξε.
"Γυρίστε πίσω, αλήτες!" Αλλά ο Τόνι και ο Ντράγκο είχαν φύγει μακριά. Ως απάντηση, ο νίντζα άκουσε ξαφνικά χάρη στην οξεία ακοή του ένα κλαδί να σπάει μέσα στο δάσος. Πήδηξε προς τον θόρυβο όπως μόνο οι νίντζα μπορούν - με ταχύτητα και χάρη.
"Ποιος είναι εκεί; Μπορώ να σε δω. Είμαι νίντζα και δεν μπορείς να κρυφτείς ή να μας ξεγελάσεις", φώναξε ο νίντζα. Ένα κεφάλι ξεπρόβαλε πίσω από ένα δέντρο. Ήταν το βαμπίρ.
"Εγώ είμαι. Το βαμπίρ".
"Πω πω, σχεδόν δεν σε άκουσα. Είσαι πολύ καλός στο να τριγυρνάς αθόρυβα! Μπορείς να μου το μάθεις αυτό;"
Το βαμπίρ έγνεψε καταφατικά.
"Έτσι πιστεύω. Ως αντάλλαγμα, ίσως θα μπορούσες να μου μάθεις πώς να παλεύω με σπαθί; Πάντα ονειρευόμουν κάτι τέτοιο".
"Φυσικά", είπε ο νίντζα και άρχισαν αμέσως να διδάσκουν ο ένας τον άλλον. Μάλιστα, περνούσαν τόσο όμορφα που ο νίντζα ξέχασε ότι ήταν θυμωμένος για την καμένη γέφυρα.
Ψηλά στον ουρανό, από την πλάτη του Ντράγκο, ο Τόνι μπορούσε να δει όλα τα υπέροχα, άγρια, παράξενα και επικίνδυνα μέρη που είχαν επισκεφθεί. Από την έρημο μέχρι τη μεσαιωνική αγορά, από το κρησφύγετο της μάγισσας και το σπίτι του τρολ (που ο Τόνι προτιμούσε να ξεχάσει) μέχρι την παραλία που οδηγούσε στη θάλασσα, εκεί όπου η Τερέζα η Τρομερή ταξίδευε με το πειρατικό της πλοίο, με τα κανόνια της γεμάτα μπαρούτι.
Αλλά έπειτα ο Τόνι θυμήθηκε ότι βασικά δεν είχε χρόνο να απολαμβάνει τη θέα. Είχαν μείνει πολύ λίγοι κόκκοι άμμου στην κλεψύδρα.
"Βιάσου, Ντράγκο! Αλλιώς δεν θα τα καταφέρουμε", φώναξε ο Τόνι. Ο Ντράγκο κούνησε τα φτερά του ακόμα πιο γρήγορα.
"Εκεί! Εκεί κάτω, Ντράγκο, γρήγορα!"
Ο Τόνι έδειξε με το χέρι του και ο Ντράγκο άλλαξε κατεύθυνση. Η παρέλαση είχε ήδη ξεκινήσει και τα πόνι κάλπαζαν με ρυθμό προς την εξέδρα, όπου έπρεπε να υπογράψουν με την αριστερή τους οπλή ότι θα καλπάζουν με ρυθμό υπηρετώντας τη Σχολή των Πόνι για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ο Ρόνι ήταν πρώτος στη σειρά. Βούτηξε με σοβαρότητα την οπλή του στο μπλε μελάνι και την κατέβασε προς το έγγραφο.
"ΣΤΑΑΑΜΑΑΑΑΑΑΤΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!", ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή από ψηλά. Τα πόνι σώπασαν και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σαστισμένα. Έπειτα ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ένας θόρυβος που μόνο ένας δράκος μπορεί να κάνει όταν προσγειώνεται. Σκόνη στροβιλίστηκε και όλα τα πόνι έβηξαν δυνατά.
Όταν η σκόνη καταλάγιασε, όλα τα πόνι είδαν τον Τόνι - και τον Ντράγκο! Τα πόνι δεν είχαν ξαναδεί ποτέ δράκο και ενδεχομένως να φαντάζονταν ότι θα ήταν μεγαλύτερος και πιο άγριος, αλλά παρ' όλα αυτά φοβήθηκαν και σύρθηκαν το ένα κοντα στο άλλο σαν μια μεγάλη, τρεμάμενη μάζα.
Η Κόνι ήταν η πρώτη που βρήκε το θάρρος να μιλήσει.
"Γεια σου, Τόνι. Επέστρεψες; Και έφερες μαζί σου τον πιο άγριο δράκο του κόσμου. Εεε ... τι γυρεύεις εδώ;"
"Ήρθαμε για να σας σταματήσουμε", είπε αποφασιστικά ο Τόνι.
"Να μας σταματήσετε; Από ποιο πράγμα;", είπαν με μια φωνή όλα τα πόνι. "Από το να καλπάζετε με ρυθμό για το υπόλοιπο της ζωής σας. Δεν έχετε ιδέα τι χάνετε. Φίλοι μου, αυτός είναι ο Ντράγκο", είπε ο Τόνι.
"Γεια σας, halløjsa, buenos dias, bon jour και guten tag", είπε ευγενικά ο Ντράγκο και προσπάθησε να φανεί όσο το δυνατόν πιο μη άγριος.
Τα πόνι εξακολουθούσαν να είναι φοβισμένα, αλλά και κάπως περίεργα. Ο Τόνι συνέχισε:
"Νόμιζα ότι ο κόσμος ήταν ένα περίπλοκο και επικίνδυνο μέρος όπου εγκυμονούν πολλοί και διάφοροι κίνδυνοι που μπορούν να μας αφανίσουν. Και σίγουρα υπάρχουν μέρη όπου μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Αλλά ο κόσμος είναι επίσης μεγάλος, όμορφος, θαυμάσιος και γεμάτος με πολλά διαφορετικά όντα".
Όλοι έμειναν σιωπηλοί. Τα λόγια αυτά ήταν πολύ μεγάλα για τα πόνι.
Ο Τόνι συνέχισε να μιλάει:
"Όλοι νομίζατε ότι ο Ντράγκο ήταν απίστευτα άγριος. Αλλά, ξέρετε κάτι, δεν είναι καθόλου άγριος. Στην πραγματικότητα είναι πολύ χαριτωμένος. Και λατρεύει όλα τα πράγματα που λατρεύουμε κι εμείς! Φίλοι μου, σταματήστε τον ατελείωτο καλπασμό σας εδώ στη Σχολή των Πόνι. Φύγετε από την πίστα και δείτε τον κόσμο, όπως έκανα μόλις εγώ. Όταν το κάνετε αυτό, ΤΟΤΕ μπορείτε να αποφασίσετε αν θέλετε να καλπάζετε με ρυθμό για το υπόλοιπο της ζωής σας".
Όλοι σώπασαν και πάλι. Τα πόνι ψιθύρισαν μεταξύ τους. Μετά από λίγο, ο Τζόνι, το πιο γκρίζο πόνι, που ήταν ο καλύτερος στον καλπασμό, γύρισε από την άλλη και είπε:
"Τόνι, πριν αποφασίσουμε, πρέπει να μάθουμε περισσότερα για τις περιπέτειές σου".
"Φυσικά. Καθίστε, αγαπητοί φίλοι μου", είπε ο Τόνι. Και έπειτα άρχισε να διηγείται.
"Το πρώτο πράγμα που θα συναντήσετε αφού φύγετε από τη Σχολή των Πόνι είναι μια γέφυρα. Δεν μπορείτε να διασχίσετε έτσι απλά τη γέφυρα, επειδή φυλάσσεται από έναν νίντζα. Βασικά, η γέφυρα είναι κατεστραμμένη αυτή τη στιγμή και ίσως πρέπει να τον βοηθήσουμε να την ξαναφτιάξει..."
Ο Τόνι τούς διηγήθηκε όλες τις περιπέτειές του και όλους τους αστείους και εκπληκτικούς χαρακτήρες που είχε γνωρίσει. Στο μεταξύ, ο Ντράγκο εμφάνισε μερικά σνακ και έκανε και κάποια άλλα μαγικά κόλπα, έτσι για να περάσει η ώρα.
Τα πόνι σκέφτηκαν ότι ο κόσμος ακούγεται πολύ συναρπαστικός και έμαθαν επίσης ότι οι δράκοι δεν είναι καθόλου άγρια πλάσματα, αλλά είναι μάλιστα πολύ χαριτωμένοι και αστείοι. Αποφάσισαν όλα τους να μην καλπάζουν με ρυθμό για το υπόλοιπο της ζωής τους, αλλά αντίθετα να βγουν έξω και να αναζητήσουν νέες περιπέτειες στον μεγάλο και απέραντο κόσμο.
Όσο για τον Τόνι και τον Ντράγκ